Σημείωμα των Επιμελητών: Στο εμβριθές του κείμενο, ο συγγραφέας εξετάζει την έννοια της γενεαλογίας, αξιοποιώντας τις συστάδες νοήματος που συνδέουν τον Νίτσε με τον Φουκώ. Έτσι η γενεαλογία δεν εξετάζεται ως ένα «μονοπάτι» που οδηγεί γραμμικά στην ανακάλυψη του εαυτού, αλλά περισσότερο ως μια έννοια που εντάσσεται σε ό,τι ο Φουκώ όρισε ως «σχέσεις εξουσίας-γνώσης». Οι γενεαλογικές «επιστρώσεις» διατρέχουν τις εκδοχές του εαυτού, τις συνδέσεις με τους άλλους και την ίδια την έννοια της γενεαλογίας με διαρκείς πρακτικές που συγκρούονται και αναδιατάσσονται. Η γενεαλογία είναι σε αυτήν την περίπτωση συναφής με την υλικότητα των σωμάτων, τις σχέσεις εξουσίας και τις νεωτερικές καταγραφές του υποκειμένου.
«Οι σκέψεις εκείνου που ανήκει στην πλέμπα ανέρχονται ως τον παππού – με τον παππού, όμως, σταματά ο χρόνος» (Nietzsche, 2008, σελ. 298).
Αρκεί το σημαίνον «πλέμπα», για να αφυπνίσει τη «δημοκρατική ευαισθησία» του μοντέρνου αναγνώστη, ο οποίος διάκειται εχθρικά προς κάθε ιεράρχηση ανάμεσα σε πληβείους και ευγενείς, ανάμεσα σε ανθρώπους «ταπεινής καταγωγής» και σε ανθρώπους από «καλή γενιά»· προς κάθε ιεράρχηση που τέμνει το κοινωνικό σώμα, επιβάλλοντας διακρίσεις οριζοντίως και καθέτως, ανακαλύπτοντας τη ρίζα αυτών των διακρίσεων στην ανεύρεση συγγενειών εξ αίματος, οι οποίες νομιμοποιούνται για την «ευγένεια» της καταγωγής τους μέσω της πατίνας του χρόνου που τις επικαλύπτει· «από πάππου προς πάππον» είναι η γλωσσική συμβολοποίηση αυτής της πατίνας που προσδίδει η γενεαλογία προϊόντος του χρόνου. Ο όρος «γενεαλογία», εξάλλου, στην καθομιλουμένη δεν έχει κανένα εννοιολογικό βάθος, αλλά υπαινίσσεται ένα συμβολικό βάρος ιστορικά προσδιορισμένο, αναφερόμενος στον κλάδο μελέτης που έχει ως αντικείμενο ιστορίες οικογενειών και γεννά «γενεαλογικά δέντρα». Όσο πιο στέρεες και πλούσιες οι διακλαδώσεις στο επίπεδο του αίματος και του (οικονομικού και πολιτισμικού) κεφαλαίου, μα και όσο πιο βαθιές οι ρίζες που ποτίζονται από το αίμα και το κεφάλαιο στο επίπεδο του παρελθόντος, τόσο πιο «ευγενική» η καταγωγή και άρα τόσο μεγαλύτερη – σε κοινωνικό, υλικό και συμβολικό επίπεδο – η αξία του επωνύμου. Το γενεαλογικό δέντρο των πληβείων σταματά στον παππού, οι διακλαδώσεις είναι φτωχές και ισχνές, οι ρίζες δεν προχωρούν σε βάθος μιας και δεν αρδεύονται από αίμα και κεφάλαιο, κοντολογίς οι πληβείοι δεν γνωρίζουν – και, όπως προειδοποιεί ο Nietzsche υπό την προσωπίδα του Ζαρατούστρα, δεν θέλουν να γνωρίζουν – «από πού κρατάει η σκούφια τους»…
Η «γενεαλογία» απέκτησε, όμως, εννοιολογικό βάθος και ταυτόχρονα έχασε το συμβολικό της βάρος χάρη στη νιτσεϊκή επανερμηνεία της σε ένα έργο δημοσιευμένο με τίτλο Γενεαλογία της Ηθικής και υπότιτλο «Μία πολεμική». Αυτή η πολεμική είχε ως αντικείμενό της την καταγωγή των ηθικών αξιών της Δύσης και δεν διεξήχθη με όρους αίματος και συγγένειας, αλλά με όρους γνώσης και δύναμης. Η νιτσεϊκή γενεαλογία της ηθικής ανατρέπει την κοινή αντίληψη περί γενεαλογίας, διότι δεν εκκινεί και δεν καταλήγει σε μία επανεύρεση του εαυτού, δεν καταδύεται στα βάθη της ιστορίας, για να αναδυθεί ως αυτογνωσία. Αντί να σχεδιάζει γενεαλογικά δέντρα επί χάρτου, ώστε να νομιμοποιήσει την αξία του ονόματος, η νιτσεϊκή γενεαλογία δεν έχει ως αφετηρία το γιγνώσκον υποκείμενο, αλλά τον τρόπο συγκρότησης του γιγνώσκοντος υποκειμένου· δεν εκκινεί από το υποκείμενο που γνωρίζει τις αξίες, αλλά από τον τρόπο που μαθαίνει το υποκείμενο να γνωρίζει ό,τι κληρονομεί ως αξίες. Ιδού η αινιγματική αρχή του προοιμίου της Γενεαλογίας της Ηθικής, γραμμένης στις Άλπεις το 1887:
«Δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, εμείς που αναζητούμε τη γνώση· αγνοούμε τον εαυτό μας: και αυτό έχει τον λόγο του. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πώς θα μπορούσε να συμβεί να τον βρούμε μία μέρα; Δίκαια ειπώθηκε: ‘‘εκεί που είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι και η καρδιά σας’’» (Nietzsche, 2001: Πρόλογος, §1).
Ας προσέξουμε τη μετατόπιση της κυρίαρχης προοπτικής, όταν κάποιος παίρνει τα βουνά, όχι για να «βρει τον εαυτό του» και να κατακτήσει την περιλάλητη και πολυθρύλητη «αυτογνωσία», αλλά για να επιμείνει στο ότι για να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του είναι απολύτως απαραίτητο να μην αναζητά τον εαυτό του, να μην κοιτά εντός του, να μην πασχίζει να γνωρίσει την εσωτερικότητά του, κοντολογίς να πάρει αποστάσεις...
Πού βρίσκεται, κατά Nietzsche, το μέλι της γνώσης; Μακριά από το γαλάζιο του ουρανού, μακριά από τον Πλάτωνα και τον ουρανό των ιδεών· βρίσκεται θαμμένο κάτω από το πέρασμα του χρόνου («εκ των υστέρων»), κάτω από το γκρίζο χρώμα της σκόνης που καλύπτει το παρελθόν: «Είναι ολοφάνερο ότι για τον γενεαλόγο της ηθικής, υπάρχει ένα χρώμα εκατό φορές προτιμότερο από το γαλάζιο: το γκρίζο, και εννοώ ό,τι στηρίζεται σε ντοκουμέντα, αυτό που μπορεί πραγματικά να αποδειχτεί, αυτό που πραγματικά υπήρξε, κοντολογίς όλο το τόσο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί μακρύ ιερογλυφικό κείμενο του παρελθόντος της ανθρώπινης ηθικής!» (Nietzsche, 2001: Πρόλογος, §7). Το γκρίζο της σκόνης που καλύπτει το «μακρύ ιερογλυφικό κείμενο» της ιστορίας της ηθικής συνιστά το εμπόδιο που πρέπει να παραμερίσουμε, αν δεν θέλουμε να σκεφτόμαστε θεολογικά, δηλαδή μανιχαϊστικά, με όρους μαύρου/άσπρου, κακού/καλού, για να θέσουμε το καίριο γενεαλογικό, και όχι απλώς ιστορικό, ερώτημα. Να θέσουμε το ερώτημα της κριτικής των αληθειών (κυψέλες) και όχι της γνώσης της Αλήθειας (Εαυτός):
«Ας τη διατυπώσουμε αυτήν την καινούργια απαίτηση: χρειαζόμαστε μία κριτική των ηθικών αξιών· πρέπει να θέσουμε υπό ερώτηση την ίδια την αξία αυτών των αξιών» (Nietzsche, 2001: Πρόλογος, §6).
Ο στοχαστής που έλαβε απολύτως σοβαρά τη νιτσεϊκή γενεαλογία ως μέθοδο μελέτης της ιστορίας και των δυνάμεων που τη διαπερνούν, στεκόμενος με καχυποψία απέναντι στην αλήθεια της αξίας και στην αξία της αλήθειας και θέτοντας υπό διερώτηση τη δικαιοσύνη του δικαίου μας, την ηθικότητα της ηθικής μας, την επιστημονικότητα της επιστήμης μας ήταν ο Michel Foucault: «Η γενεαλογία είναι γκρίζα· διερευνά εξονυχιστικά και περισυλλέγει υπομονετικά τα τεκμήριά της. Εργάζεται με περγαμηνές συγκεχυμένες, αποξεσμένες, πολλές φορές ξαναγραμμένες» (Foucault, 2003, σελ. 39). Όμως, αν παρακολουθήσει κανείς από κοντά τη φουκωική γενεαλογία αντιλαμβάνεται ότι όποιος βλέπει τη γενεαλογία αποκλειστικά ως μέθοδο ανάγνωσης του σώματος των κειμένων, όποιος βλέπει τις περγαμηνές ως κείμενα αρχείων καλυμμένων από το γκρίζο χρώμα της σκόνης, απωθεί το ότι, κατά Foucault, όπως και για τον Nietzsche, «το σώμα είναι επιφάνεια εγγραφής συμβάντων (τα οποία η γλώσσα τοποσημαίνει και οι ιδέες τα αναλύουν), τόπος διάλυσης του Εγώ (το οποίο προσπαθεί να ενσταλάξει στο σώμα τη χίμαιρα μιας ουσιώδους ενότητας), όγκος σε κατάσταση διαρκούς συρρίκνωσης. Η γενεαλογία, ως ανάλυση της προέλευσης, εγκαθίσταται συνεπώς στο σημείο όπου το σώμα και η ιστορία συναρθρώνονται. Αποστολή της είναι να δείξει το κατάστικτο από τα αποτυπώματα της ιστορίας σώμα, να δείξει την ιστορία καθώς συντρίβει το σώμα» (ibid, σελ. 57). Ο δυτικός πολιτισμός εγγράφεται ιστορικά επί του σώματος των υπο-κειμένων του, τα οποία λειτουργούν ως περγαμηνές, ήτοι ως επανεγγράψιμες επιφάνειες όπου εξ-ιστορείται το χρονικό του χρόνου όχι ως εξ-ιστόρηση του παρελθόντος, ώστε να κριθεί αναχρονιστικά το παρελθόν με βάση το παρόν, αλλά ως εξ-ιστόρηση που ασκεί κριτική στο ίδιο το παρόν όπως δια-μορφώθηκε επί των σωμάτων και όπως απωθήθηκε από τον κυρίαρχο λόγο, ήτοι ως σύμπτωμα. Αποκορύφωμα αυτής της εγγραφής επί των σωμάτων υπήρξε το Ολοκαύτωμα ως εξ-ορθολογισμένη επιχείρηση ιατρικού ελέγχου του κοινωνικού σώματος· αποκορύφωμα της απώθησης αυτής της μνήμης, της απώθησης της πειθάρχησης, της διαχείρισης και του ελέγχου του σώματος εντός των βιοπολιτικών κοινωνιών μέσω σχέσεων εξουσίας-γνώσης υπήρξε ο ανθρωπιστικός λόγος που κυριαρχεί στο φάσμα του πολιτικού και καλύπτει την επιστημο-λογική συνάρθρωση ιστορίας και σωμάτων. Ενάντια σε αυτήν την απώθηση, ο Foucault θα ορίσει τη γενεαλογία ως «εξέγερση των υποταγμένων γνώσεων» (Foucault, 2002, σελ. 24-25). Διότι η γνώση που αποτυπώνεται στις γενεαλογικές έρευνες περί φυλακής δεν είναι αποκλειστικό προϊόν του πνεύματος και της γνώσης που γεννήθηκαν στις βιβλιοθήκες, αλλά είναι συνάμα και το προϊόν μιας πραγματικής μάχης σωμάτων, η οποία ξεκίνησε ως απεργία πείνας κρατουμένων και κορυφώθηκε το 1971 σε σειρά εξεγέρσεων σε δεκάδες γαλλικές φυλακές, υπονομεύοντας τον σωματικό, υλικό, συμβολικό και πολιτικό διαχωρισμό μεταξύ ποινικών και πολιτικών κρατουμένων (Lagios, 2016, σελ. 1-20). Ο Foucault και οι σύντροφοί του δεν δέχθηκαν μόνο ρητορικά βέλη κριτικής, αλλά και τα πλήγματα από τα αστυνομικά κλομπ (Defert, 2014. GIP, 2013). Αυτό το μπουμπουνητό της μάχης αντηχεί στο οπισθόφυλλο του Επιτήρηση και Τιμωρία, όπου συνοψίζεται μέσα σε λίγες αράδες η στόχευση της γενεαλογίας με τέτοιο τρόπο που όποιος τις διαβάσει δεν χρειάζεται καν να ανοίξει το βιβλίο για να συλλάβει το κεντρικό ερώτημα και τη θεωρητική του αφετηρία: «μπορούμε, μήπως, να κάνουμε τη γενεαλογία της νεώτερης ηθικής με αφετηρία την πολιτική ιστορία των σωμάτων;» (Foucault, 2011).
Βιβλιογραφία
Defert, D. (2014). Une vie politique. Παρίσι: Seuil .
GIP (2013). intolérable. Παρίσι: Gallimard.
Foucault, M. (2002). Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, μτφρ. Τ. Δημητρούλια. Αθήνα: Ψυχογιός.
Foucault, M. (2003). Τρία Κείμενα για τον Νίτσε, μτφρ. Γ. Σπανός.Αθήνα: Πλέθρον.
Foucault, Μ. (2011). Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της Φυλακής, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Αθήνα: Πλέθρον.
Lagios, T. (2016). ‘‘Foucauldian Genealogy and Maoism’’, Le foucaldien 2, no. 1 (2016): 1–20. DOI: https://doi.org/10.16995/lefou.12 [Note: In 2022, Le foucaldien relaunched as Genealogy+Critique.]
Nietzsche, F. (2001). Γενεαλογία της Ηθικής, μτφρ. Ζ. Σαρίκας. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.
Nietzsche, F. (2008). Τάδε έφη Ζαρατούστρα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.