Σημείωμα των επιμελητών: Στον αστερισμό της θεραπείας, η Μαριλένα Καραματσούκη μας δίνει ένα κείμενο αναστοχασμού για την κατασκευή της σχέσης θεραπευτή-θεραπευόμενου, μέσα από το φακό του κοινωνικού κονστρουξιονισμού. Σε στρωτή και κατανοητή γλώσσα, η συγγραφέας περιγράφει συνοπτικά την ίδια τη σχέση, μέσα από την εννοιολόγηση του σχεσιακού χώρου. Το αναστοχαστικό παράδειγμα που ακολουθεί έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς φωτίζει και τις χρήσεις της γραφής στη θεραπεία.
«Βίκυ, όπως έχουμε ξανασυζητήσει, ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για το πώς με βλέπουν οι θεραπευόμενοί μου και το πώς είμαι κατά τη διάρκεια των συνεδριών, γιατί μου δίνει ανατροφοδότηση για το τι σας βοηθάει, ή μάλλον πώς εγώ μπορώ να είμαι περισσότερο βοηθητική απέναντί σας,» λέω. «Οπότε θα ‘θελα να ακούσω τι παρατήρησες σε μένα σήμερα, και πώς αυτό επηρέασε τη συζήτησή μας.»
«Ένιωσα ότι απέπνεες μια αίσθηση ηρεμίας,» είπε η Βίκυ. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά ένιωσα σαν αυτά που έλεγα να ήταν σημαντικά και δεν βαριόσουν με τις ιστορίες μου,» πρόσθεσε διστακτικά.
‘Ένα ακόμα στοιχείο προστίθεται στο διάλογο. Γνωρίζω από την προσωπική ιστορία της Βίκυς ότι ανησυχεί ότι οι άλλοι άνθρωποι δε θα ενδιαφερθούν για εκείνη ή για όσα έχει να πει. Έχουμε συζητήσει στο παρελθόν πόσο ενδιαφέρουσα είναι σαν άνθρωπος και ότι οι άλλοι θα ήθελαν να αλληλεπιδράσουν μαζί της. Επανέρχομαι, λοιπόν, στο γνωστό ρόλο της θεραπεύτριας που αναλαμβάνει να φροντίσει τη θεραπευόμενή της.
«Βίκυ, ξέρω ότι αυτό το έχουμε ξανασυζητήσει. Έχει να κάνει με την προσωπική σου ιστορία και την ιστορία της οικογένειάς σου, που σε κάνει μερικές φορές να αισθάνεσαι ότι όσα έχεις να πεις δε θα ενδιαφέρουν τους άλλους,» της υπενθυμίζω. Νεύει καταφατικά.
«Και θέλω να σε ευχαριστήσω που μου είπες πώς ένιωσες σήμερα. Είναι πραγματικά βοηθητικό για μένα,» προσθέτω. «Θέλω, επίσης, να ξέρεις ότι ενδιαφέρομαι για όσα λες. Υπήρξε κάποια στιγμή που να ένιωσες εσύ κάπως διαφορετικά, σαν να μην ενδιαφέρομαι;»
«Εεε… όχι… Αλλά, ξέρεις, κι εσύ άνθρωπος είσαι, μπορεί να βαριέσαι καμιά φορά,» απαντάει.
«Ναι, είναι αλήθεια ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος. Και σαν άνθρωπος, μπορεί να είμαι κουρασμένη, φορτισμένη, μπορεί να αντιμετωπίζω κι εγώ κάποιο πρόβλημα ή να έχω συναισθήματα για κάτι που μου συνέβη,» απαντάω με ειλικρίνεια. «Αλλά κατά τη διάρκεια των συνεδριών μας, έχω απόλυτη επίγνωση ότι πρόκειται για το δικό σου προσωπικό χρόνο,» λέω με έμφαση, «και ότι είμαι εδώ, για να κάνω το καλύτερο ώστε να σε βοηθήσω. Αν κάποια στιγμή έχεις την εντύπωση ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο, θέλω να μου το πεις, γιατί για μένα η θεραπευτική σχέση μας είναι πολύ σημαντική και θα κάνω κάθε προσπάθεια να τη διαφυλάξω. Εντάξει;»
Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή/θεραπεύτριας και θεραπευόμενου/ θεραπευόμενης διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας. Έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι θεραπευόμενοι αναφέρουν ότι το πιο σημαντικό στοιχείο για εκείνους στη θεραπευτική διαδικασία είναι η σχέση που έχουν με το θεραπευτή/τη θεραπεύτριά τους (Carr, 2005. Bachelor, 2013). Πιο συγκεκριμένα, έρευνες που έγιναν σε διάστημα 30 ετών έδειξαν ότι η καλή θεραπευτική σχέση ευνοεί σε μεγάλο βαθμό το θετικό αποτέλεσμα της ψυχοθεραπείας – το ποσοστό που η θεραπευτική σχέση επηρεάζει τη θετική έκβαση της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας υπολογίζεται γύρω στο 30% (Hubble, Duncan & Miller, 1999).
Παραδοσιακά, η σχέση θεραπευτή/θεραπεύτριας και θεραπευόμενου/θεραπευόμενης επηρεάζεται από το ιατρικό μοντέλο, που βασίζεται στα στάδια της αξιολόγησης, της διάγνωσης και της ίασης. Με βάση αυτό το μοντέλο, ο θεραπευτής/θεραπεύτρια παρουσιάζεται ως ο «ειδικός» στη θεραπευτική σχέση, ενώ ο θεραπευόμενος/ η θεραπευόμενη έχει το ρόλο αυτού που δέχεται βοήθεια. Ιστορικά, ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη θεραπευτική σχέση ήταν ο Freud (1949), ο οποίος εισήγαγε τους όρους μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση, για να περιγράψει τις ασυνείδητες διεργασίες που επηρεάζουν τη σχέση ανάμεσα στο θεραπευτή/στη θεραπεύτρια και το θεραπευόμενο/τη θεραπευόμενη. Καθώς ο κλάδος της ψυχοθεραπείας εξελισσόταν, οι θεραπευτές άρχισαν να εστιάζουν περισσότερο στη μεθοδολογία, τις θεραπευτικές τεχνικές και τη στρατηγική που θα χρησιμοποιήσουν στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Ωστόσο, η θεραπευτική σχέση εξακολουθούσε να διαδραματίζει ένα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη και το αποτέλεσμα της ψυχοθεραπείας. Ως αποτέλεσμα, η έμφαση σε αυτή επανήλθε, με την εμφάνιση των ανθρωπιστικών και προσωποκεντρικών προσεγγίσεων στην ψυχοθεραπεία (για παράδειγμα, Rogers, 1961). Πιο πρόσφατα, η συστημική προσέγγιση τοποθέτησε το θεραπευτή/θεραπεύτρια ως μέρος του συστήματος που αποτελεί τη θεραπευτική σχέση, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι ο τρόπος με τον οποίο ο θεραπευτής/η θεραπεύτρια χρησιμοποιεί τον εαυτό του/της επηρεάζει ολόκληρο το σύστημα και άρα μπορεί να καθορίσει την εξέλιξη της ψυχοθεραπείας.
Η θεωρία του κοινωνικού κονστρουξιονισμού (social constructionism) εκφράζει την αντίληψη ότι δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα κατασκευάζεται κοινωνικά μέσω της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων σε κάποιο πλαίσιο (McNamee & Gergen, 1992. von Schlippe & Schweitzer, 2008). Στα πλαίσια της θεωρίας αυτής, ο θεραπευτής/η θεραπεύτρια και ο θεραπευόμενος/η θεραπευόμενη φέρνουν ο καθένας και η καθεμία από την πλευρά τους τη δική τους πραγματικότητα στη θεραπευτική σχέση. Κατά συνέπεια, η ψυχοθεραπεία αποτελεί μια συνεργατική πρακτική, όπου ο θεραπευτής/η θεραπεύτρια συνεργάζεται με το θεραπευόμενο/τη θεραπευόμενη, με στόχο την επίτευξη αλλαγών (McNamee & Gergen, 1992).
Επιπλέον, ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός εισήγαγε την έννοια του αναστοχασμού (reflexivity) στη θεραπευτική διαδικασία. Για παράδειγμα, ο William Lax (1992) περιέγραψε πώς οι θεραπευτές χρειάζεται να στηριχτούν στην έννοια του αναστοχασμού, ώστε να δουν τα πράγματα από μια διαφορετική οπτική και κατά συνέπεια να δώσουν την ευκαιρία να αναδυθούν νέα νοήματα [στο McNamee & Gergen (Εds.), p. 75]. Ως συστημική ψυχοθεραπεύτρια, χρησιμοποιώ τις ιδέες του κοινωνικού κονστρουξιονισμού στη δουλειά μου, με στόχο την ενίσχυση της θεραπευτικής σχέσης. Όπως αναφέρει ο Tom Strong (2000, p. 146):
«Δεν είναι η γνώση του θεραπευτή που κάνει τη διαφορά στη θεραπεία, όσο η κοινή συμμετοχή στη δημιουργία νέων τρόπων που θα βοηθήσουν το άτομο να ξεκολλήσει. Αντί για την αντικειμενική γνώση, υπάρχει μια τάση διστακτικής περιέργειας στη θεραπευτική αλληλεπίδραση.»
Η σχέση μεταξύ θεραπευτή/θεραπεύτριας και θεραπευόμενου/θεραπευόμενης αποτελείται από κοινωνικά και συναισθηματικά στοιχεία. Στα κοινωνικά στοιχεία συγκαταλέγονται ο χώρος που λαμβάνει χώρα η θεραπευτική διαδικασία, για παράδειγμα το ιδιωτικό γραφείο του θεραπευτή/της θεραπεύτριας ή η κοινωνική δομή όπου εργάζεται, ο χρόνος της ψυχοθεραπείας, η θεραπευτική ώρα των 45, 50 ή 60 λεπτών, καθώς και τα φυσικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας. Τα συναισθηματικά στοιχεία αφορούν και στις δύο πλευρές που αποτελούν τη θεραπευτική σχέση, κάθε μία από τις οποίες συμβάλλει με το δικό της τρόπο στη σχέση αυτή. Συμπεριλαμβάνονται οι σκέψεις, τα συναισθήματα, οι σωματικές αντιδράσεις και οι εμπειρίες τόσο του θεραπευτή/θεραπεύτριας όσο και του θεραπευόμενου/ θεραπευόμενης. Συμπεριλαμβάνονται, επίσης, η ενσυναίσθηση, το νοιάξιμο και η ευελιξία, κυρίως από την πλευρά του θεραπευτή/θεραπεύτριας.
Η σχέση μεταξύ θεραπευτή/θεραπεύτριας και θεραπευόμενου/θεραπευόμενης, όπως και όλες οι σχέσεις, υπόκειται σε κάποια οριοθέτηση, που όμως στην ψυχοθεραπεία έχει ως στόχο το όφελος του θεραπευόμενου/της θεραπευόμενης. Για το λόγο αυτό, οι θεραπευόμενοι/θεραπευόμενες γνωρίζουν λιγότερα για τη ζωή του θεραπευτή/θεραπεύτριας τους. Ωστόσο, οι περισσότεροι θεραπευτές/θεραπεύτριες πια αναγνωρίζουν ότι η αυτό-αποκάλυψη δεν αποφεύγεται, ακόμα κι αν πρόκειται για την περιοχή που βρίσκεται το ιδιωτικό γραφείο ή το πώς είναι η διακόσμηση του χώρου ή το ντύσιμο του θεραπευτή/θεραπεύτριας (Roberts, 2005). Επομένως, κάθε θεραπευτής/θεραπεύτρια αποφασίζει και παίρνει την ευθύνη για το πόσο ανοιχτός/ανοιχτή είναι στους θεραπευόμενους του/της και με ποιο τρόπο αποκαλύπτει στοιχεία για τον εαυτό του/της, προς όφελος του θεραπευόμενου/της θεραπευόμενης και διαφυλάσσοντας τη θεραπευτική σχέση. Η διδακτορική μου έρευνα αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το τι φέρνει ο θεραπευτής/θεραπεύτρια στη θεραπευτική σχέση και πώς χρησιμοποιεί θεραπευτικά αυτά τα στοιχεία του εαυτού του/της, δηλαδή την έννοια του σχεσιακού χώρου ένδον του θεραπευτή/της θεραπεύτριας (Karamatsouki, 2020). Το κείμενο στην αρχή αυτής της έννοιας είναι ένα απόσπασμα από μια ιστορία που έγραψα με αφορμή ένα περιστατικό σε μια συνεδρία με μια θεραπευόμενη, όπου συζητάμε και για τη θεραπευτική σχέση.
Βιβλιογραφία
Bachelor, Alexandra (2013). Clients’ and Therapists’ Views of the Therapeutic Alliance: Similarities, Differences and Relationship to Therapy Outcome. Clinical Psychology and Psychotherapy, 20(2), pp. 118-135.
Carr, Alan (2005). Research on the therapeutic alliance in family therapy. In Flaskas, Carmel; Mason, Barry & Perlesz, Amaryll (Eds.) The Space Between: Experience, Context and Process in the Therapeutic Relationship. London: Karnac.
Freud, Sigmund (1949/1989). An outline of psychoanalysis. New York: W.W. Norton.
Hubble, Mark A.; Duncan, Barry L. & Miller, Scott D. (Eds.) (1999). The heart and soul of change: What works in therapy. American Psychological Association.
Karamatsouki, Marilena (2020). Creating Relational Ripples: The interconnectedness of relational space between client and therapist and within the therapist. Doctoral Thesis, Institute of Applied Social Research, University of Bedfordshire.
Lax, William (1992). Postmodern Thinking in a Clinical Practice.In McNamee, Sheila & Gergen, Kenneth (Eds.) Therapy as Social Construction. Thousand Oaks, CA: SAGE.
McNamee, Sheila & Gergen, Kenneth (Eds.) (1992). Therapy as Social Construction. Thousand Oaks, CA: SAGE.
Roberts, Janine (2005). Transparency and Self-Disclosure in Family Therapy: Dangers and Possibilities. Family Process, 44(1), pp. 45-63.
Rogers, Carl R. (1961). On becoming a person. Boston: Houghton Mifflin.
Strong, Tom (2000). Collaborative Influence. Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 21(3), pp. 144-148.
Von Schlippe, Arist & Schweitzer, Jochen (2008) Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας & Συμβουλευτικής, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.