Σημείωμα των επιμελητών: Η Έλενα Καραγεωργίου εξετάζει στο κείμενό της το "ανυπόφορο" συναίσθημα της ντροπής που εμφανίζεται συχνά στις αφηγήσεις των ανθρώπων το οποίο καλύπτει και συνοδεύει την αίσθηση απαξίωσης για ό,τι δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Η συγγραφέας επεξεργάζεται τη ντροπή ως ένα συναίσθημα που προκαλεί σωματικές και συναισθηματικές δυσκολίες ενώ την ίδια στιγμή συνδέεται με το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο το οποίο νοηματοδοτεί τους λόγους για τον εαυτό και τους άλλους.
Η ντροπή αποτελεί -ή μάλλον αποτελούσε μέχρι πρόσφατα- τυφλό σημείο στην άσκηση της ψυχοθεραπείας.
Αφενός αποτελεί συναίσθημα και τα συναισθήματα παραδοσιακά καταλαμβάνουν, όπως και το σώμα, μικρή θέση στην άσκηση της ψυχοθεραπείας. Σε σύγχρονες δε προσεγγίσεις εστιασμένες στις λύσεις ή στο «αφήγημα» γύρω από τα προβλήματα τα συναισθήματα θεωρείται μάλλον ότι ακολουθούν ως επιφαινόμενα τις σκέψεις και τις δράσεις των φορέων τους.
Αφετέρου αυτές οι ίδιες (νεότερες) προσεγγίσεις θεωρούν δεδομένο τον διαχωρισμό των προβλημάτων από το άτομο καθώς το τελευταίο τα φέρνει ως κόμπο της ψυχής στο δωμάτιο της ψυχοθεραπείας: «Ο άνθρωπος δεν είναι το πρόβλημα, ο άνθρωπος είναι ο άνθρωπος και το πρόβλημα είναι το πρόβλημα». Υπέροχη φράση, που έχει ως στόχο τον διαχωρισμό του ατόμου από τα προβλήματά του, την αποφυγή ταμπελών που το αποδυναμώνουν και την αναζήτηση των πόρων εκείνων (αξίες, αποθέματα, σημαντικούς άλλους) που θα το βοηθήσουν να αναλάβει ευθύνη και να αναζητήσει τρόπους επίλυσης των δυσκολιών του. Φράση που επιτίθεται εξάλλου σε διαγνωστικές ταξινομήσεις που αποδυναμώνουν, απογοητεύουν και περιορίζουν, καθώς θεωρεί εκ προοιμίου αδιαπραγμάτευτη την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τον σεβασμό στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου. Φράση που τοποθετείται απέναντι σε κυρίαρχες αφηγήσεις που μπορεί να στερούν από το άτομο την ανθρώπινή του αξία και περιορίζουν τις επιλογές λύσεων που μπορεί να είναι διαθέσιμες για την υπέρβαση των όποιων προβλημάτων (White, 1988/1989).
Μέχρι τη στιγμή που ο ίδιος ο εαυτός είναι το πρόβλημα.
Ελπίζω στο σημείο αυτό να έχω κινήσει την προσοχή σας...
Συνεχίζω με έναν αφορισμό. Τα συναισθήματα έχουν δική τους ζωή και ενδημούν στα σώματα των ανθρώπων. Η ντροπή (όπως και ορισμένα άλλα συναισθήματα) σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποτελεί ένα καλά εγκατεστημένο συναίσθημα στα συστήματα και τα όργανα του σώματος, ακόμη και όταν η συνείδηση αγνοεί ή δεν μπορεί να κατονομάσει την πηγή των δυσκολιών της. Η ντροπή άλλωστε, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, είναι πρωτεϊκό συναίσθημα, η απόλυτη ειδικός του καμουφλάζ.
Η ντροπή είναι το συναίσθημα που αναπαριστά και εκφράζει σωματικά την πυρηνική αίσθηση της αυταξίας μας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί και συνεχίζει να διαμορφώνεται εντός σχέσεων εμπιστοσύνης, εξάρτησης αλλά και δύναμης. Όταν αυτή η πολύ βασική αίσθηση είναι προβληματική (Janoff-Bulman, 1992), η ντροπή -λόγω του κυριολεκτικά «ανυπόφορου» χαρακτήρα της- καλύπτει με επάλληλα πέπλα τη βασική μας πληγή και δημιουργεί μια σειρά από αμυντικά τείχη, προκειμένου να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και να συνυπάρχουμε (Schmidt – Pedersen & Ecklit, 1998. Jansson, 2019).
Στο βάθος όμως ο μηχανισμός της ντροπής συνεχίζει να λειτουργεί μέσα από σωματικές, συμπεριφορικές και συναισθηματικές διαδικασίες που έχουν ως στόχο την προστασία του οργανισμού από το αβάσταχτο αίσθημα της προσωπικής απαξίας.
Η συζήτηση για την ντροπή συνεπώς στη θεραπεία είναι συζήτηση για το «άρρητο». Η ντροπή ντρέπεται για τον εαυτό της, τον οποίο αισθάνεται βαθιά ελαττωματικό, βλαβερό, ελλιπή ή ανάπηρο (Lewis, 2003).
Υποστηρίζω ως εδώ ότι το άτομο δεν λειτουργεί πάντοτε υπό τον φωτεινό αστερισμό των ιδεών, των αξιών και των ονείρων του. Λειτουργεί ενίοτε, υπό το καθεστώς του φόβου και της απειλής που εδρεύει στο υπογάστριό του (Dickerson, Gruenewald & Kemeny, 2004), παλεύοντας με απαράδεκτες όψεις του εαυτού ή της ταυτότητάς του, όπως τις έχει δει να καθρεφτίζονται στη ματιά των σημαντικών άλλων ή όπως αυτές συγκρούονται με το Ιδανικό Εγώ του.
Η συζήτηση για την ντροπή στη θεραπεία είναι συνεπώς η δύσκολη συζήτηση γύρω από το πρόβλημα «εαυτός» ή τουλάχιστον γύρω από ορισμένες κυρίαρχες αναπαραστάσεις του. Η δυσφορία, η δυσανεξία προς τον εαυτό μπορεί να πηγάζει από την εξωτερική εικόνα του εαυτού, όπως από το σωματικό βάρος, το ύψος ή και το σκούρο του δέρματος, να αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό είτε μπορεί να αφορά στοιχεία της λεγόμενης προσωπικότητας ή ικανότητες, όπως η πεποίθηση ότι κάποιος είναι δειλός ή ανόητος ή εγωιστής ή άχρηστος ή κακός κ.ο.κ.. Σε άλλες δε περιπτώσεις συνδέεται με εμπειρίες και συμπεριφορές που το άτομο θεωρεί απαράδεκτες, λανθασμένες και σημαίνουσες κάτι σε σχέση με την ποιότητα του Εγώ του, που όχι μόνο το ίδιο το άτομο αλλά και οι σημαντικοί άλλοι θα κρίνουν αρνητικά και που θα συντελέσουν στην απόρριψή του ή σε κάποιου είδους κοινωνικό υποβιβασμό του.
Η ντροπή ωστόσο δεν γεννιέται σε κενό. Γεννιέται, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, πάντοτε στο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων ανισότητας, απόρριψης ή βίας και εσωτερικεύεται ως σχέση με τον εαυτό (Goffman, 1963). Η συζήτηση για την ντροπή στη θεραπεία αποτελεί συνεπώς συζήτηση ΚΑΙ γύρω από τους όρους με τους οποίους μπορεί να αναγνωριστεί και να καταδειχθεί η κοινωνική ή διαπροσωπική αδικία. Συνιστά συζήτηση για τους «απαράδεκτους» καθρεφτισμούς της ταυτότητας του ενδιαφερομένου, όπως εκείνη αποδίδεται από τους άλλους (έξωθεν) και η οποία στιγματίζει, δηλαδή διαχωρίζει, περιθωριοποιεί και απαξιώνει με σκοπό την αύξηση της δύναμης εκείνων που έχουν την εξουσία να ορίζουν τι είναι φυσιολογικό, καλό, θεμιτό και δίκαιο (Lamont, 2018).
Η συζήτηση για την ντροπή μπορεί να είναι και μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα όρια της θεραπείας. Είναι η διττή θεώρηση των ανθρωπίνων προβλημάτων ως ατομικών δυσκολιών που διαμορφώνονται όμως στα πλαίσια κοινωνικών ανισοτήτων, αδικιών και αποκλεισμών (Jaffe, 2008. Iheme, 2020). Είναι συνεπώς η εγκατάλειψη της ουδετερότητας και η αναγνώριση των προνομίων των ειδικών εκείνων ομάδων που έχουν τη δύναμη να ορίζουν το φυσιολογικό από το μη φυσιολογικό, το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος. Είναι η αμφισβήτηση και η αποδόμηση κάθε αλήθειας που αρέσκεται να αναπαύεται, να αξιολογεί και να ορίζει από το βάθρο του αδιαπραγμάτευτου απόλυτου.
Η συζήτηση για την ντροπή στη θεραπεία είναι συζήτηση γύρω από την ηθική στην άσκησή της. Μας επιτρέπει να αποδομήσουμε το βασικό ταμπού των σύγχρονων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων που εστιάζουν στο πρόβλημα με απόλυτο σεβασμό στο αφήγημα του θεραπευόμενου. Η στάση αυτή αγνοεί τα πιθανά αδιέξοδα που το αφήγημα αυτό γεννά, καθώς εκκινεί από τη θέση της εμπιστοσύνης και του σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σαν να είναι δεδομένα, ένα συμβόλαιο που έχουμε εκ των προτέρων υπογράψει με το ενδιαφερόμενο άτομο, αγνοώντας το συμβόλαιο που το ίδιο το άτομο έχει υποβληθεί να υπογράψει με τον εαυτό του και με την κοινωνία.
Βιβλιογραφία
Dickerson, S. S., Gruenewald, T. L., Kemeny, M. E. (2004). When the social self is threatened: shame, physiology, and health. Journal of Personality, 72 (6), 1191-1216
Goffman, E. (1963). Stigma: Notes on the management of spoiled identity. Englewood Cliffs, N.J., Prentice-Hall
Jaffe, K. (2008). Evolution of shame as an adaptation to social punishment and its contribution to social cohesiveness. Complexity, 14, 46-52
Janoff-Bulman, R. (1992). Shattered assumptions: Towards a new psychology of trauma. New York, Free Press
Jansson, P. (2019). Exploring pathways related to men's violence: A qualitative exploration of the relationship between violent men's violence and their masculinities, childhood, and emotions. Deviant Behavior, 40 (10), 1171-1186
Lamont, M. (2018). Addressing recognition gaps: de-stigmatization and the reduction of inequality. American Sociological Review, 83 (3), 419-444
Lewis, M. (2003). The Role of the Self in Shame. Social Research, 70 (4), 1181-1204
White, M. (1988/89). The externalizing of the problem and the reauthoring of lives and relationships. Dulwich Centre Newsletter, (Summer 1988/89), 3-21