Σχόλιο των επιμελητών: Οι συγγραφείς του κειμένου εννοιολογούν την έννοια της σεξουαλικότητας, επιχειρώντας την επικαιροποίησή της με τρόπους που να αποφεύγουν τις κλειστές τελεολογικές εγγραφές της στις διάφορες σχολές. Εκκινώντας και εφαρμόζοντας το έργο των Deleuze και Guattari επισημαίνεται, προτάσσεται και προεκτείνεται η φρουδικής προέλευση σημασιοδότηση της ελεύθερης σεξουαλικής ενέργειας, η οποία ορίζεται ως διαρκής υλική επιθυμία χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο. Αξιοποιώντας παράλληλα τις σύγχρονες φεμινιστικές πρακτικές στην ψυχοθεραπεία τονίζεται το βασικό πολιτικό διακύβευμα: η υποστήριξη και έκφραση όλων των σεξουαλικοτήτων που βιώνονται και επιτελούνται από τα διαρκώς υπό διαμόρφωση υποκείμενα σε ένα «παιχνίδι» προσωπικό και συλλογικό.
Η εννοιολόγηση που παρακολουθούμε και προτείνουμε για τον όρο σεξουαλικότητα αποδίδει μια εκδοχή με τη μέγιστη δυνατή ανοιχτότητα και ζω(τ)ικότητα ώστε να αποφευχθούν οι δύο κυρίαρχοι πόλοι σύγχρονης δόξας και των προβλημάτων που απορρέονται από αυτές: από τη μια ο πόλος της βιοκοινωνικής θεωρίας (γονιδιακός τελεολογισμός και αιτιοκρατία), από την άλλη του κοινωνικού κατασκευαστισμού (όλα είναι κοινωνικές κατασκευές).
Πρόκειται για μια τριπλή τροποποίηση των θεωριών σεξουαλικότητας, αρχής γενομένης αυτής του Φρόυντ. Για τον Φρόυντ, μια ελεύθερη ενέργεια παράγεται από το σώμα και τις σχέσεις των σωμάτων ως ένταση που οργανώνεται ως λίμπιντο μέσω εικονικών επενδύσεων· είναι ανυπόφορη (κορύφωση), τόσο που απαιτεί την αποφόρτιση της. Το μοντέλο αυτό ακολουθεί τη φυσική του δεύτερου νόμου θερμοδυναμικής, ένα μοντέλο ισορροπίας μεταξύ φόρτισης και αποφόρτισης (Κολύρη & Ρήγας, 2020a: 122-129).
Η πρώτη λιβιδινική επένδυση, κατά τον Φρόυντ, γίνεται σε ένα φαντασματικό στήθος θηλασμού, ως μνήμη ικανοποίησης της ορμής αυτής της έντασης που αισθάνεται το μωρό. Η λιβιδινική όμως επένδυση, η έλξη ή σεξουαλικότητα, ξεπερνάει αυτό που την πυροδότησε, δεν ανάγεται δηλαδή στις ανάγκες τις ζωής αλλά αποκτάει δικέςς της. Σε αυτή τη θεωρία σεξουαλικότητας, άρα, δεν υπάρχει αρχικά αντικείμενο επένδυσης αλλά συγκεκριμένη σχέση, το στήθος ως φαντασματική επένδυση της σχέσης μωρού-μητέρας, μια ορμή ζωής (πείνα) που ζητάει ηρεμία, και ιδιαίτερα μια ηρεμία όπως αυτή που το μωρό αισθανόταν μέσα στην κοιλιά της μητέρας και ακόμα πιο πέρα στην υποτιθέμενη αδράνεια της ανόργανης ύλης.
Φτάνουμε έτσι στην πρώτη σημαντική τροποποίηση, αυτή των Deleuze & Guattari (2016) στη θεωρία του Φρόυντ και των μετέπειτα ψυχαναλυτικών επεξεργασιών αυτής. Το θερμοδυναμικό μοντέλο αντικαθίσταται και συμπαρασύρει μια σειρά βασικών αντιστροφών, ενώ παράλληλα διατηρείται η μη αναγωγή στην ανάγκη αλλά και αναβαθμίζεται η θεμελιακή Φροϋδική ιδέα της ελεύθερης ενέργειας ως επιθυμίας δίχως αντικείμενο. Εδώ, το σώμα διατρέχεται από ροές επιθυμίας και είναι οι ροές (ή μέσω των ροών) που διαμορφώνουν το σώμα, όταν πια οι επιθυμίες δίχως αντικείμενο διαμορφώνονται πλέον σε απόλαυση, πχ σωματικά μέρη (στήθος και στόμα) ή οιδιποδιακές σχέσεις.
Οι επενδύσεις εδώ πριν γίνουν ιδιωτικές προσωποποιήσεις είναι συλλογικές και διαμέσω ασύνειδης επεξεργασιακότητας [δες λήμμα σχιζοανάλυση]. Η σεξουαλικότητα άρα δεν αφορά κάποιον εγγενή σεξουαλικό προσανατολισμό ούτε καθρεφτίζει-αναπαριστά ατομικές σχέσεις και πρόσωπα, αλλά είναι συλλογική, απρόσωπη και μη-ανθρώπινη (Colebrook, 2002: 139-141). Η θέση της σεξουαλικότητας αναβαθμίζεται και πέραν των σεξουαλικών σχέσεων, είναι «ροές ζωής ή γενεσιουργό υλικό» (Colebrook, 2002: 141-142). Οι επενδύσεις γίνονται πάνω στη διασταύρωση αντικειμένου-υποκειμένου ως μια νέα και ξένη διατρέχουσα εγκαρσιότητα (transversality), είναι ωστόσο συγκεκριμένη αλλά δίχως σκοπό, αυτό που ονομάζουμε γίγνεσθαι-άλλο, όπως το γίγνεσθαι-γυναίκα ή το γίγνεσθαι-μοτοποδήλατο (Κολύρη & Ρήγας, 2020b).
Κατά συνέπεια, μια τέτοια θεώρηση της σεξουαλικότητας που τείνει να ξεπερνάει ανάγκες, συνείδηση και κοινωνικές σχέσεις, λαμβάνεται πριν από εμάς, είναι ακανόνιστη και πολύμορφη – όπως υποστήριζε και ο Φρόυντ, είναι μη ανθρώπινη. Η σεξουαλικότητα είναι η ενεργοποίηση κάθε πιθανής και απίθανης επιφάνειας κυμάτων και ρυθμών, σωματικά και άυλα, που πάντα θα εντοπίζεται ως απόλαυση μετά, και πάντα τείνει σε νέες σχέσεις και νέους τρόπους αίσθησης.
Πολλές μορφές σεξουαλικότητας έχουν παθολογικοποιηθεί ακριβώς διότι η σεξουαλικότητα δεν προσαρμόζεται εύκολα, είναι μικροσκοπική δύναμη-τάση (σε αντίθεση με το φύλο που ορίζεται ως διαμορφωμένο) και οργανώνεται μέσω της απόλαυσης, όχι γιατί δεν καταφέρνει ποτέ να φτάσει την πρώτη ικανοποίηση (έλλειψη), αλλά διότι δημιουργείται εγγενώς μια πλεονάζουσα δυναμικότητα.
Υπό αυτή την οπτική, σεξουαλική επένδυση και αίσθηση μπορεί να δημιουργηθεί με οτιδήποτε, χωρίς την αποκλειστικότητα γεννητικών οργάνων ή/και οργασμού. Φυσικά, όσο περισσότερη ένταση αναζητείται, τόσο πιο εμφανής γίνεται ο μη ανθρώπινος χαρακτήρας της, ενώ από την άλλη, η μικρο-δύναμη της δημιουργεί μηχανισμούς εξουσίας που δεν μπορούν να εντοπιστούν εύκολα.
Στην ψυχοθεραπευτική σχέση κάποιες σεξουαλικότητες συχνά μπορεί να μην αναγνωρίζονται καν ως τέτοιες, να τρομάζουν την πλευρά του/της ψυχοθεραπευτή/τριας είτε διότι φαίνονται σαν διασπαστικό ατέρμονο κυνήγι απόλαυσης είτε για τις ριψοκίνδυνες ψυχοσωματικές συνέπειες της. Ως προς τον δεύτερο προβληματισμό ή και φόβο, στρέφουμε την προσοχή μας στους όρους και στα πλάνα που οφείλει ο μετέχων ή συμμετέχοντες/ουσες να κάνουν, υπολογίζοντας το εύρος ορίων αλλά και τις μετέπειτα φροντίδες σχέσεων και σωμάτων, όπως άλλωστε εφαρμόζουν οι αντίστοιχες σεξουαλικές κοινότητες και από τις οποίες οφείλουμε να μαθαίνουμε.
Σε αυτό το σημείο ερχόμαστε στην τρίτη τροποποίηση προσπαθώντας να απαντήσουμε στην υποβάθμιση της έννοιας της απόλαυσης. Εν συντομία, η απόλαυση θεωρείται ότι επαναλαμβάνει και καθοδηγεί τον εαυτό, ωστόσο, η φεμινίστρια θεωρητικός Frida Beckman επεξεργάζεται την απόλαυση και τον οργασμό ως συμβάν πτύχωσης τόσο προς τα μέσα όσο και προς τα έξω, ως στιγμή «σύσπασης μυών και μυαλού», απόσπασης αυτού που είμαστε (μια ξένη αίσθηση εαυτού και σώματος) και νευροψυχικής ανασύστασης (Beckman, 2013: 64). Έτσι, η στιγμή της απόλαυσης/οργασμού δεν είναι απλώς εκτόνωση έντασης – θερμοδυναμικό μοντέλο Φρόυντ - αλλά δονητική αναδημιουργία αυτού που είμαστε.
Η παρούσα θεώρηση φέρνει το σώμα και τις αισθήσεις του στην πρώτη γραμμή ως σχεσιακοί πειραματισμοί μεταξύ και διαμέσω σωμάτων, με πλάνα ηθικών πρακτικών (ethics) έξω από την εκάστοτε ηθικολογία (morality) των κοινωνικών περιορισμών. Οι πρακτικές σεξουαλικότητας δεν είναι προδιαγεγραμμένες ούτε από τη φύση ούτε από την κοινωνία, αλλά πειραματικές δοκιμές μεταξύ σωμάτων. To σώμα, σε όλη την επιφάνεια του, σε ένταση δοκιμάζει διάφορες μορφές του πώς και πόση ένταση μπορεί να αναλάβει. Η ένταση βιώνεται σωματικά, μέσω του νευρικού συστήματος, του δέρματος κτλ αλλά και των ασυνείδητων (ύστερα κάποιων συνειδητών) επεξεργασιών και πυροδοτήσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι εμπειρίες ενός σώματος σε ένταση, οι δοκιμές και οι πειραματισμοί του, συχνά δύνανται να προσφέρουν νέες οπτικές και νοήματα στην ψυχοθεραπευτική/αναλυτική συνάντηση (δες, Saketopoulou, 2023).
Βιβλιογραφία
Beckman, F. (2013). Between Desire and Pleasure, A Deleuzian Theory of Sexuality. Edinburgh: Edinburgh University Press.
Colebrook, C. (2002). Gilles Deleuze. Λονδίνο : Routledge.
Deleuze, G. & Guattari, F. (2016) [1972]. Αντι-Οιδίπους, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια, Τόμος 1. Αθήνα: Πλέθρον.
Κολύρη, Χ. & Ρήγας, Ι. (2020a). «Το κουηρ ως Παιδαγωγική μεταξύ Ψυχανάλυσης και Σχιζοανάλυσης» στο Μπούνα, Α. & Παπάνης, Ε. (επ.) Ταυτότητα Φύλου και Σεξουαλικότητα. Αθήνα: Ηδυέπεια.
Κολύρη, Χ. & Ρήγας, Ι. (2020b). «Ψυχανάλυση και Κουίρ». στο Παπαθανασίου, Ν. & Χρηστίδη, Ο. Ε. (επ.) Συμπερίληψη & Ανθεκτικότητα, Βασικές Αρχές Ψυχοκοινωνικής στήριξης σε Θέματα Σεξουαλικού Προσανατολισμού, Ταυτότητας, Έκφρασης και Χαρακτηριστικών Φύλου. Αθήνα: Gutenburg.
Saketopoulou, A. (2023). Sexuality Beyond Consent. Risk, Race, Traumatophilia. Nεα Υόρκη: New York University Press.