Σχόλιο επιμελητών: Στο πρωτότυπο κείμενο που θα διαβάσετε αναφέρεται πως: «Το να βγείς να τρέξεις δεν είναι μια δράση που συμβαίνει από μόνη της». Αντίστοιχα οι σύνθετες διαδρομές της πρακτικής, υπογραμμίζει ο Γιώργος Κεσίσογλου, περιλαμβάνουν ποικίλες σύνθετες δράσεις, επιτελέσεις, νοηματοδοτήσεις και μετασχηματισμούς με πολλούς δράστες. Οι συμμετέχοντες/ουσες λοιπόν λειτουργούν ως περίτεχνοι δρομείς που καλούνται να επικαιροποιούν διαρκώς τις τεχνικές, τις δεξιότητες και την επικοινωνία τους με τους άλλους σε μια διαρκή ανοιχτή χαρτογράφηση διαφορετικών ρεπερτορίων. Η ανάγκη για ευελιξία και η σύνδεση υποκειμενικών και κοινωνικών στοιχείων που αλλάζουν διαρκώς παρά την επαναληψιμότητά τους κάνουν τις ψυχοθεραπευτικές πρακτικές έναν μαραθώνιο με πολλά διλήμματα και διαπραγματεύσεις
Οι δρομικές διοργανώσεις (μαραθώνιοι, ημιμαραθώνιοι, αγώνες 5-10 χμ, Γύρος της Αθήνας, κλπ.) έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια, με μαζικότατη συμμετοχή δρομέων. Στους δρόμους και τα στάδια βλέπουμε καθημερινά πολλούς ανθρώπους να αθλούνται, τρέχοντας με διαφορετικές δυναμικές, σωματότυπους και ταχύτητες, χωρίς τη στερεότυπη αμφίεση και εικόνα ενός αθλητή του στίβου. Ανατρέχουμε σε αυτή την κοινωνική αλλαγή, προκειμένου να προβληματοποιήσουμε μέσα από το παράδειγμα του τρεξίματος την έννοια της πρακτικής. Τα τελευταία χρόνια, διεξάγεται μια ακαδημαϊκή συζήτηση για τη στροφή στις πρακτικές (practice turn), μετά από τη στροφή στο λόγο (discursive turn,ενδεικτικά, Μποζατζής & Δραγώνα, 2011). Είναι ενδεικτική η αποστροφή του Wittgenstein «η πρακτική δίνει στις λέξεις το νόημά τους» (Μέρος ΙΙΙ, παράγραφος 317, Wittgenstein, 2020). Η «στροφή στις πρακτικές» είναι διεπιστημονική, καθώς εμφανίζεται σε διάφορες επιστήμες, όπως τη φιλοσοφία, την πολιτισμική θεωρία, την ιστορία, την κοινωνιολογία και την κοινωνική ανθρωπολογία, την ψυχολογία (για την προοπτική αυτή, μπορείτε να δείτε ενδεικτικά: Hui, Schatzki & Shove, 2017· Scheer, 2012· Schatzki 2001, 1996).
Η έννοια της πρακτικής, π.χ. το ερασιτεχνικό τρέξιμο, ορίζεται από τον Schatzki (1996, σελ.11) ως ένα «πλέγμα από καμώματα και λόγια», ή αλλιώς ως μια «ενσώματη, υλικά διαμεσολαβημένη συστοιχία ανθρώπινης δραστηριότητας που οργανώνεται βάσει μιας κοινής πρακτικής κατανόησης». Η ανάλυση των πρακτικών αφορά στην ευρετική εστίαση της ίδιας ενσώματης δραστηριότητας, πέρα από τις ατομοκεντρικές πεποιθήσεις, επιθυμίες, τα κίνητρα και τα συναισθήματα, ως ένα συνολικό πλέγμα των αλληλοσυνδεόμενων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως η γνώση, το νόημα, η ανθρώπινη δραστηριότητα, η επιστήμη, η εξουσία, η γλώσσα, οι κοινωνικοί θεσμοί και ο ιστορικός μετασχηματισμός. Αυτές οι δραστηριότητες δεν θεωρούνται τόσο διακριτές και εμπρόθετες πράξεις που αποδίδονται σε άτομα, όσο επαναλαμβανόμενα, εκτεταμένα και εξελισσόμενα μοτίβα πρακτικών (Reckwitz, 2012), όπου τα άτομα εμπλέκονται. Ο Pierre Bourdieu (2006, σελ. 87) αναφέρει ότι: “η θεωρία της πρακτικής ως πρακτική εμμένει, έναντι του θετικιστικού υλισμού, ότι τα αντικείμενα της γνώσης δεν εγγράφονται παθητικά, αλλά κατασκευάζονται, και έναντι του νοησιαρχικού ιδεαλισμού, ότι η αρχή αυτής της κατασκευής έγκειται στο σύστημα των δομημένων και δομουσών προδιαθέσεων που συγκροτείται από την πρακτική και είναι πάντα προσανατολισμένο προς πρακτικές λειτουργίες”. Προτείνει, περαιτέρω: “αρκεί, μέσα σε αυτό, να τοποθετηθούμε μέσα στην “πραγματική δραστηριότητα ως δραστηριότητα’, στην πρακτική δηλαδή σχέση με τον κόσμο, την αφοσιωμένη και ενεργή αυτή παρουσία του, με όλες τις επιτακτικές ανάγκες του, τα πράγματα που πρέπει να γίνουν και να λεχθούν, τα πράγματα που φτιάχτηκαν για να ειπωθούν, που κατευθύνουν άμεσα τις χειρονομίες ή τα λόγια δίχως ποτέ να αναπτυχθούν ως θέαμα” (ο.π).
Αυτή η προσέγγιση, λοιπόν, εκτείνεται πέρα από προοπτικές που δίνουν τα πρωτεία στα άτομα, τις αλληλεπιδράσεις, τη γλώσσα, τους θεσμούς, τις δομές ή/και τα συστήματα, καθώς ισχυρίζεται ότι τα άτομα συγκροτούνται μέσω των πρακτικών που εκτελούν.
Ανατρέχοντας στο αρχικό παράδειγμα του τρεξίματος, οι ερασιτέχνες δρομείς που κάνουν μια προπόνηση ή συμμετέχουν σε κάποιο αγώνα, εμπλέκονται σε ένα μοτίβο πρακτικής που επαναλαμβάνεται (κινήσεις), έχει χρονική έκταση και εξελίσσεται. Αυτή η πρακτική έχει στοιχεία καθημερινής ρουτίνας, επαναληψιμότητα, αλλά και πρακτική γνώση, απαιτεί τεχνογνωσία και θεωρία: γνώση της γεωγραφίας του δρόμου, των καιρικών συνθηκών, της κατάστασης του δρόμου, των πιθανών κινδύνων (πχ κυκλοφορία/επικίνδυνη οδήγηση), τα κατάλληλα ρούχα και παπούτσια ανάλογα με τις συνθήκες, ακόμα και ανατομίας (μυοσκελετικής) ή και δερματολογίας (εκζέματα λόγω τριβών). Η πρακτική του τρεξίματος εκτελείται μέσω αλληλεπιδράσεων με άλλους ανθρώπους (πχ οικογένεια, προπονητές, συν-αθλητές, περαστικοί, οδηγοί αυτοκινούμενων μέσων), πλαίσια, θεσμούς, κυβερνήσεις, αλλά και την υλικότητα του δρόμου· εκτελείται με εργαλεία (πχ ημερολόγια, εφαρμογές καταγραφής, συσκευές γεωεντοπισμού), αλλά και εμπλέκεται με άλλες πρακτικές, όπως τους ανταγωνιστικούς αγώνες, με οικονομική συμμετοχή, διαφημιστική προβολή και προϋπολογισμούς. Άρα η πρακτική ορίζεται ως ένα είδος συμπεριφοράς που έχει γίνει συνήθεια, η οποία αποτελείται από αρκετά στοιχεία, διασυνδεόμενα μεταξύ τους: είδη σωματικών δραστηριοτήτων, μορφές νοητικών δραστηριοτήτων, «πράγματα» και τη χρήση τους, μια γνώση στο παρασκήνιο με τη μορφή της κατανόησης, τεχνογνωσία, ενσυναίσθηση, καθεστώτα συναισθήματος και κινητοποιητική γνώση. Το να βγείς να τρέξεις δεν είναι μια δράση που συμβαίνει από μόνη της.
Ο Λελεδάκης (2006, σελ. 435), σημειώνει ότι “η κοινωνική πρακτική για τον Bourdieu έχει ένα “νόημα”, μια εσωτερική “λογική”, που αφορά κυρίως τον κεντρικό της ρόλο στην κοινωνική αναπαραγωγή μέσω της δράσης. Ταυτόχρονα όμως, ο ίδιος ο δρων έχει μια “αίσθηση” του πως να συμπεριφερθεί στην καθημερινή κοινωνική δράση, στην “πρακτική”, και αυτή η αίσθηση είναι ακριβώς η έκφραση του habitus του - της έξης”. Το άτομο ως υποκείμενο στη θεωρία της πρακτικής δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς το σώμα. “Αυτό που μαθαίνεται με το σώμα δεν είναι κάτι που κατέχουμε, όπως η γνώση, αλλά κάτι που είμαστε (Bourdieu, 2006, σελ 120). “Δεν εννοιολογείται μόνο ως ένα αρμολόγημα βιολογικών υλικών και διεργασιών, αλλά ως ένα γνωρίζων σώμα, ένα σώμα που αποθηκεύει τις πληροφορίες από τις προηγούμενες εμπειρίες σε συνηθισμένες διεργασίες και συνεισφέρει αυτή τη γνώση στην ανθρώπινη δραστηριότητα και συνειδητότητα” (Scheer, 2012, σελ. 201). Όπως οι επιβάτες σε ένα αστικό μετρό, “οι άνθρωποι περνάνε στα κοινωνικά τους περιβάλλοντα κατά περίπου τον ίδιο τρόπο, τις περισσότερες φορές έχοντας εξασκηθεί με υπέροχο τρόπο στις λεπτές διακρίσεις της κίνησης, της στάσης, των χειρονομιών και της έκφρασης που τους συνδέουν με άλλους ανθρώπους όπως και τους επιτρέπουν να επικοινωνήσουν στον εαυτό τους το ποιοι είναι. Αυτές οι πρακτικές δεν είναι ούτε “φυσικές” ούτε τυχαίες· εμμένουν σε ένα μαθημένο ρεπερτόριο που τοποθετεί ένα πρόσωπο στο κοινωνικό πεδίο και συγκροτεί τη συμμετοχή στο ‘παιχνίδι’ αυτού του πεδίου (Scheer, 2012, σελ. 202). Η στρατηγική, η προθετικότητα δεν αποβάλλεται βέβαια από το φάσμα της θεώρησης των πρακτικών. Καίρια εδώ είναι η ενσώματη μνήμη παλιών στρατηγικών αντιμετώπισης, μαθημένων συνηθειών που ακολουθούν μια λογική καθημερινής πρακτικής. Επιστρέφοντας στο παράδειγμα του τρεξίματος, ο δρομέας αποτελεί ένα κοινωνικό υποκείμενο, που δρα, προπονεί τακτικά το σώμα του, το διαμορφώνει μέσω της άσκησης, του μαθαίνει νέες δεξιότητες και ρεπερτόρια κινήσεων, συμμετέχει στην κοινωνική αναπαραγωγή μέσω της κατανάλωσης και του σωματικού fitness, παράγει κοινωνική αλλαγή μαζικοποιώντας τις αγωνιστικές διοργανώσεις, απαιτώντας περισσότερους χώρους προπόνησης, αλλαγές οδηγικής συμπεριφοράς, εργαλεία και εφαρμογές καταγραφής των επιδόσεων, σχεδιάζει και οργανώνει στρατηγικά τη συμμετοχή στην πρακτική, θέτοντας στόχους και επιτεύγματα (πχ αντοχή, συμμετοχή σε αγώνες, επιδόσεις). Όλα αυτά βέβαια, διαφοροποιούνται και καθορίζονται από τις ταξικές έξεις.
Όπως λοιπόν αναλογιζόμαστε το τρέξιμο ως μια πρακτική, ας αναλογιστούμε την ψυχοθεραπεία. Εξάλλου, συχνά θεωρούνται ανάλογες δράσεις. Για μερικούς, το τρέξιμο ορίζεται ως η ψυχοθεραπεία τους· για άλλους, η ψυχοθεραπεία είναι ένας μαραθώνιος.
Βιβλιογραφία:
Bourdieu, P. (2006). Η αίσθηση της Πρακτικής (μτφρ. Παραδέλλης Θεόδ). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Λελεδάκης, Κ. (2006). Επίμετρο, στο P.Bourdieu, Η αίσθηση της πρακτικής (μτφρ. Παραδέλλης Θεόδ). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Hui, A., Schatzki, T.. Shove, E. (2017). The Nexus of Practices. Connections, constellations, practitioners. London: Routledge.
Μποζατζής, Ν., & Δραγώνα, Θ. (2011). Κοινωνική ψυχολογία: η στροφή στο λόγο. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Schatzki, T.R. (2001). Introduction: Practice Theory. In T.R. Schatzki, Knorr-Cetina, K. and von Savigny, E. (eds.) (2001), The Practice Turn in Contemporary Theory. London: Routledge.
Schatzki, T. (1996). Social Practices: A Wittgensteinian Approach to Human Activity and the Social. New York: Cambridge University Press
Scheer, M. (2012). Are Emotions a Kind of Practice (and Is That What Makes Them Have a History )? A Bourdieuian Approach to Understanding Emotion Practice theory. History and Theory, 51(May), 193–220.
Wittgenstein, L. (2020). Παρατηρήσεις Πάνω στα Χρώματα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.