Σημείωμα των επιμελητών: Μετά την καλοκαιρινή διακοπή, ξεκινούμε τις δημοσιεύσεις των Αστερισμών με το πυκνό αυτό κείμενο του Θανάση Λάγιου για το υποκείμενο. Ένα κείμενο συναρπαστικό, τραχύ, απαιτητικό εκφραστικά και θεωρητικά, που επικοινωνεί με την έννοια της γενεαλογίας που μας συνεισέφερε γενναιόδωρα στο αρχείο πριν λίγους μήνες. Είναι μια προσέγγιση που αξιοποιεί τη λακανική ψυχανάλυση για την έννοια του υποκειμένου, καθώς αυτή συμπορεύεται και συνομιλεί με το νιτσεϊκό και φουκωικό εγχείρημα της γεαλογικής έρευνας της νεωτερικής υποκειμενικοποίησης, μακριά τόσο από τη θεο-λογία, όσο και από την ψυχο-λογία. Όμως, η έννοια του υποκειμένου εμπεριέχει πολλές άλλες κριτικές, θεωρήσεις και σχέδια, από άλλες πειθαρχήσεις και επιστημολογίες, που εργαζόμαστε για να αναδειχθούν στους αστερισμούς του αντι-αρχείου.
Σκηνή 1η: Σώματα καθισμένα σε θρανία, διατεταγμένα σε σειρές και τοποθετημένα εν τάξει, σώματα σκυμμένα πάνω από κείμενα περιμένουν τη φωνή του υποκειμένου που γνωρίζει να δώσει το έναυσμα για τον τεμαχισμό του κειμένου, του νοήματος, της απόλαυσης: «Ρήμα;»· τα ακροδάχτυλα, εκπαιδευμένα να χαϊδεύουν στα τυφλά οθόνες αφής, πασχίζουν τώρα στο φως καθοδηγούμενα από βαριεστημένα μάτια να ανακαλύψουν, στις σειρές και στις γραμμές που σχηματίζονται από μαύρα τυπογραφικά στοιχεία, την πηγή του νοήματος, το κέντρο της φράσης υπό τη μορφή του ρήματος. Μόλις το αγγίξουν και το υπογραμμίσουν, η φωνή του υποκειμένου που γνωρίζει ακούγεται κάπως περισσότερο ικανοποιημένη, αλλά όχι πλήρως, να ρωτά ξανά: «Υποκείμενο;». Τώρα, τα ακροδάχτυλα πρέπει να τεθούν εις τον τύπον των ήλων, ώστε να κατανικηθεί η δυσπιστία της α-νοησίας, ώστε το νόημα να κλείσει τη χαίνουσα πληγή της διολίσθησης της ερμηνείας με την ανεύρεση του υποκειμένου, ήτοι με τον εντοπισμό του (κυρίου) ονόματος για το οποίο γίνεται λόγος μέσα στην πρόταση και για το οποίο έχει λόγο ύπαρξης η ρηματική φράση.
«Φοβάμαι ότι δεν θα απαλλαχτούμε από τον Θεό, αφού πιστεύουμε ακόμα στη Γραμματική» (Nietzsche, 2000, σελ. 32). Αν η φιλοδοξία του Nietzche να μετασχηματιστεί ο ίδιος σε δυναμίτη που θα προκαλούσε (εκ)ρήξη στην ιστορία έχει κάποιες πιθανότητες να υλοποιηθεί είναι χάρη σε αυτήν τη φράση (ibid, σελ. 273)· φράση που δυναμιτίζει την εκπαίδευση κάθε ομιλ-όντος, κάθε σώματος υπο-κείμενου στη σύν-ταξη – τουλάχιστον των ινδο-ευρωπαϊκών γλωσσών – που το συγκροτεί να (εμ)πιστεύε(τα)ι τυφλά (σ)τη γραμματική, η οποία διδάσκει ότι το Υποκείμενο είναι ό,τι με ελεύθερη βούληση αποφασίζει ή όχι να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει, να πάθει ή να μην πάθει κάτι, να βρεθεί ή όχι σε μία κατάσταση. Κοντολογίς, για να ολοκληρωθεί το νόημα, ήτοι για να εμπεδωθεί η πίστη στην αλήθεια, πρέπει όχι μόνο να συνδεθεί το ρήμα με το υποκείμενο, αλλά και το τελευταίο να αποκτήσει και συνείδηση αυτού του ενεργήματος, άρα να μετασχηματιστεί από υποκείμενο σε αυτοσυνειδησία, σε Εγώ. Αυτή η – διά της συνείδησης – σύνδεση ρήματος και υποκειμένου υπήρξε η γενέθλια στιγμή της νεωτερικής φιλοσοφίας και επιστημολογίας, όπως αρθρώθηκε με το περιβόητο cogito, ergo sum («Σκέπτομαι, άρα υπάρχω») του Descartes (Descartes, 1976, σελ. 32). Ο Nietzsche συνοψίζει τις μεταφυσικές και κρυπτο-θεολογικές επιπτώσεις αυτής της κίνησης: «“Εδώ υπάρχει σκέψη: άρα υπάρχει και κάτι που σκέπτεται”: εδώ καταλήγει η επιχειρηματολογία του Descartes (Nietzsche, 2001: §484). Διόλου τυχαίο που ο Descartes στήριξε τις ελπίδες του για την ανεύρεση του αρχιμήδειου σημείου της βεβαιότητάς του, το cogito, ήτοι στην ταύτιση του υποκειμένου της σκέψης και του υποκειμένου του εκφερομένου, στην πεποίθηση ότι ο Θεός δεν είναι κάποιος απατεώνας που ξεγελά το δημιούργημά Του, το οποίο επέπρωτο χάρη στη – θεϊκά παραχωρημένη και εγγυημένη – δύναμη της ratio να καταστεί «κύριος και κάτοχος της φύσης» (Descartes, 1976, σελ. 56). Διόλου τυχαίο που ο Kant, με την – κατ’ όνομα – «Κοπερνίκεια Επανάσταση» στο πεδίο της φιλοσοφίας, ενθρόνισε – σε αντίθεση με την κοπερνίκεια κίνηση στο πεδίο της αστρονομίας – στο κέντρο του σύμπαντος, στη θέση του Θεού, το Υπερβατολογικό Υποκείμενο καθιστώντας το την συνθήκη δυνατότητας της ίδιας της αντικειμενικότητας (Deleuze, 2000, σελ. 29). Διόλου τυχαίο που ο Hegel έδωσε το όνομα που άρμοζε σε ένα τέτοιο – θεϊκά προικισμένο και κεντροθετημένο – Υποκείμενο: «Απόλυτο Πνεύμα». Έτσι, από τη μία, ολοκληρώθηκε η στιγμή ρήξης με το προνεωτερικό παρελθόν της έννοιας του υποκειμένου, όπου από την εποχή του Αριστοτέλη και των Στωικών, όπως δείχνει η ετυμολογία τόσο στα ελληνικά (υπό & κείμαι) όσο και στα λατινικά, «το υποκείμενο (subjectus: sub – υπό· jacere – ρίπτω) υποδηλώνει κάποιον που έχει ριχτεί κάτω, κάποιον που οφείλει πίστη και υποταγή σε κάποιον με μεγαλύτερη εξουσία, όπως είναι η γλώσσα, ο πολιτισμός, ο λόγος (discourse), η ιστορία»· και από την άλλη, συντελέστηκε η μετάβαση στη νεωτερική σημασιοδότηση όπου «η λέξη υποκείμενο απέκτησε την ιδιότητα του εναντιόσημου (enantioseme), υποδηλώνοντας την κυριαρχία του υπερβατολογικού εγώ των φιλοσοφιών της συνείδησης, την ώρα που διατηρούσε το αρχικό νόημα της υποτέλειας, της υποταγής και ούτω καθεξής» (Burke, 2008, σελ. 102).
Σκηνή 2η: Σώμα σκυμμένο πάνω από μία οθόνη αφής, ελεύθερο να κινηθεί την ώρα που τα ακροδάχτυλα χαϊδεύουν στα τυφλά την οθόνη αναζητώντας το πληκτρολόγιο, για να συν-τάξουν υπό το μπλε φως της ένα e-mail. Το υποκείμενο (subject) (γρ)αφής του μηνύματος ανακαλύπτει ότι το σημαίνον subject σημαίνει τόσο το Υποκείμενο (subject) (γρ)αφής του όσο και το θέμα (subject) του μηνύματος ως αντικείμενο. Το υποκείμενο (γρ)αφής ανακαλύπτει ότι ο συγγραφέας δεν είναι μία αρραγής και ενιαία αυτόνομη οντότητα, αλλά μία λειτουργία, κοινωνικά, πολιτικά, τεχνο-λογικά και συμβολικά καθορισμένη εντός ενός (συγ)κειμένου, μία διασπορά θέσεων σε ένα πλέγμα πολλαπλών και ασυνεχών λειτουργιών, ότι το ομιλούν υποκείμενο δεν είναι η ρέουσα πηγή του λόγου, αλλά το (σ)υ(μβο)λικό προϊόν μιας υλικής διαδικασίας (Foucault 2021). Τουτέστιν, ο βόμβος της λειτουργίας της (κοινωνικής) μηχανής σκεπάζει τις φλυαρίες περί ενός Υποκειμένου κατόχου και εκφραστή της Αλήθειας, εννοούμενου ως ενός Υποκειμένου εκτός ιστορίας, άρα μη καθορισμένου από τις σχέσεις εξουσίας και γνώσης. Κοντολογίς, το αρχιμήδειο σημείο του Descartes, το σημείο εκτός γης όπου εδράζονται οι ανθρωπιστικές ελπίδες ότι υπάρχει μία σταθερή βάση για να κινηθεί η γη, εκτοπίζεται εκτός αναπάραστασης σε ένα σύμπαν δίχως ένα κέντρο, σε ένα σύμπαν όπου η αρμονία των ομόκεντρων κύκλων του Copernicus αντικαθίσταται από τις ελλειπτικές τροχιές ενός σύμπαντος δίχως κέντρο του Kepler (Lacan, 2011, σελ. 108-9).
Η άλλη σκηνή ή η σκηνή του Άλλου: Ο Descartes, καθισμένος «κοντά στη φωτιά, ντυμένος με χειμερινό χιτώνιο, κρατώ(ντας) στα χέρια τούτο το χαρτί» που γράφει, δεν μπορεί να αρνηθεί όχι μόνο την ύπαρξη των χεριών του, αλλά και το ότι είναι ένα υποκείμενο διακριτό από «εκείνους τους μανιακούς, των οποίων το μυαλό είναι θολωμένο από τόσο ατίθασες αναθυμιάσεις μελανής χολής, ώστε διατείνονται επίμονα ότι είναι βασιλείς ενώ είναι πάμφτωχοι, ότι φορούν πορφύρα ενώ είναι ολόγυμνοι, ότι έχουν πήλινο κεφάλι, ότι είναι κολοκύθες ή ότι είναι από γυαλί». Ο Descartes έχοντας ως αρχιμήδειο σημείο το δικό του σκέπτεσθαι, αποφαίνεται για το σκέπτεσθαι όλων των άλλων: «Αλλά εκείνοι είναι άφρονες, και δεν θα φαινόμουν λιγότερο παράφρων, αν ακολουθούσα το παράδειγμά τους» (Descartes 2003: 61). Πλέον, η αλήθεια δεν έγκειται στο πεδίο της απο-κάλυψης, αλλά στο πεδίο της ορθότητας. Η λογική δεν αφαιρεί το κάλυμμα της λήθης από τα όντα, αλλά δι-ορθώνει τα όντα σύμφωνα με τις αναπαραστάσεις του cogito. Όποια υποκειμενικότητα παραμένει αδι-όρθωτη και επιμένει να αποκαλύπτει αλήθειες καλείται να σιωπήσει και να ακούσει τον μονό-λογο της (ψυχ)ιατρικής για την περίπτωσή της (Foucault, 2011).
Αν υπήρξε μία ρωγμή στην επιβολή αυτού του μονολόγου της ψυχιατρικής επί της τρέλας, η οποία υπήρξε η αναγκαία και ικανή επιστημο-λογική συνθήκη δυνατότητας της συγκρότησης της ψυχιατρικής (Foucault 2007), αυτό συνέβη από μία διαφορετική σκηνο-θεσία αυτού του διαλόγου, μία σκηνοθεσία όπου η ομιλία και η γλώσσα που συγκροτούν πλέον τον διάλογο έχουν ως πηγή τους τον Άλλο, ο οποίος βρίσκεται εκτός συνείδησης ξαπλωμένος σε ένα ντιβάνι, διχασμένο υποκείμενο σε έναν διάλογο όπου το ασυνείδητο αναδύεται ως ομιλία του άλλου, η οποία αναγνωρίζεται ως τέτοια μόνο όταν την επανεκπέμπει ο άλλος που είναι το υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει (αναλυτής) σε ό,τι υπό-κειται στο ντιβάνι (αναλυόμενος)· όπως το θέτει ο Lacan, «η ψυχανάλυση θα έπρεπε να είναι η επιστήμη της ενοικούμενης από το υποκείμενο γλώσσας. Σύμφωνα με τη φροϋδική προοπτική, ο άνθρωπος είναι το κατεχόμενο και βασανιζόμενο από τη γλώσσα υποκείμενο. […] Ας μη γελιόμαστε – η ψυχανάλυση δεν είναι εγωλογία. Σύμφωνα με τη φροϋδική προοπτική της σχέσης του ανθρώπου με τη γλώσσα, ετούτο το ego δεν είναι διόλου ενιαίο και συνθετικό, είναι αποσυνθεμένο, πολυπλοκοποιημένο με διάφορες θεσμικές βαθμίδες, το εγώ, το υπερεγώ, το εκείνο. Θα έπρεπε βέβαια να μην μετατρέπει κανείς τον καθένα από αυτούς τους όρους σε μικρό ξεχωριστό υποκείμενο, είναι χοντροκομμένο παραμύθι που δεν προωθεί τίποτε, δεν φωτίζει τίποτε» (Lacan, 2008, σελ. 276). Το ασυνείδητο είναι αυτή η άλλη σκηνή (Freud, 2018, σελ. 443), όπου διαδραματίζεται και σκηνο-θετείται ως σκηνή του Άλλου το δράμα του Υποκειμένου, το οποίο είναι ναρκισσιστικά ταυτισμένο με την προσίδια δύναμη του cogito, ταύτιση που απωθεί τη ριζικά ετερο-τοπική θέση μεταξύ του Εγώ και του υποκειμένου, καταδεικνύοντας ότι το Εγώ αλλού πατά (ως Εγώ της αυτοσυνειδησίας) και αλλού βρίσκεται (ως υποκείμενο του ασυνειδήτου), αλλού μιλά (ως Υποκείμενο του σημαινομένου) και αλλού βρίσκεται η ομιλία του (ως υποκείμενο του σημαίνοντος), κοντολογίς, «αυτό μιλάει» [«ça parle»]. Αν μιλάει το id και όχι το ego, αν η γραμματική και η σύνταξη καθορίζουν με το πεδίο κανόνων τους τις θέσεις των ομιλ-όντων, τότε η καρτεσιανή εξίσωση υποκείμενο=εγώ=αυτοσυνειδησία πρέπει να ανατραπεί, καθώς ένα άγνωστος Χ εισβάλλει στο προ-σκήνιο, διότι ça pense «αυτό σκέπτεται» (Lacan, 1982, σελ. 54), πριν ο Descartes καθίσει «κοντά στη φωτιά, ντυμένος με χειμερινό χιτώνιο, κρατώ(ντας) στα χέρια τούτο το χαρτί» και ανακαλύψει τη βεβαιότητα του cogito, η οποία είχε την εντιμότητα και την καλοσύνη του Θεού ως εγγύηση. Αν επιθυμούμε να απαλλαγούμε από τον Θεό πρέπει να αμφισβητήσουμε τους κανόνες γραμματικής και τη (σύν)ταξη εκφοράς των βεβαιοτήτων του ορθο-λογισμού μας: «Σκέπτομαι εκεί που δεν είμαι, άρα είμαι εκεί που δεν σκέπτομαι» [“je pense où je ne suis pas, donc je suis où je ne pense pas”] (Lacan, 1966, σελ. 517).
Βιβλιογραφία
Burke, S. (2008). Death and Return of the Author: Criticism and Subjectivity in Barthes, Foucault and Derrida. Edinbrugh: Edinbrugh University Press.
Descartes, R. (1976). Λόγος περί της μεθόδου, μτφρ. Χ. Χρηστίδης. Αθήνα: Παπαζήσης.
Descartes, R. (2003). Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μτφρ. Ε. Βανταράκης. Αθήνα: Εκκρεμές.
Deleuze, G. (2000). Η κριτική φιλοσοφία του Καντ, μτφρ. Ελ. Περδικούρη. Αθήνα: Εστία.
Foucault, M. (2007). Ιστορία της Τρέλας στην κλασική εποχή, μτφρ. Π. Μπουρλάκης. Αθήνα: Καλέντης.
Foucault, M. (2011). Ο αρχικός πρόλογος στην Ιστορία της Τρέλας (1961), μτφρ. Γ. Κακολύρης, Νέα Εστία, τχ. 1843.
Foucault, M. (2021). Τι είναι ένας συγγραφέας;, μτφρ. Β. Πατσογιάννης, εισ. Θ. Λάγιος. Αθήνα: Πλέθρον.
Freud, S. (2018). Η ερμηνεία των ονείρων, μτφρ. Β. Πατσογιάννης. Αθήνα: Πλέθρον.
Lacan, J. (1966). Écrits, Παρίσι: Seuil.
Lacan, J. (1982). Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, Σεμινάριο ΧΙ, μτφρ. Α. Σκαρπαλέζου. Αθήνα: Ράππας, Αθήνα.
Lacan, J. (2011). Οι ψυχώσεις, Σεμινάριο Τρίτο, μτφρ. Βλ. Σκολίδης. Αθήνα: Ψυχογιός.
Lacan, J. (2011). encore/ακόμη, Σεμινάριο Εικοστό, Δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Βλ. Σκολίδης. Αθήνα: Ψυχογιός.
Nietzsche, F. (2000). Το Λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Ecce Homo, μτφρ. Ζ. Σαρίκας. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.
Nietzsche, Friedrich. (2001). Η Θέληση για Δύναμη, μτφρ. Ζ. Σαρίκας. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.