Σχόλιο επιμελητών: Με μια κίνηση ματ και πριν εξετάσει τη θεωρία, την πράξη και τις υλικές συνέπειες του όρου «εξουσία» στις ψυχοθεραπευτικές πρακτικές, ο συγγραφέας ορίζει την ενεργή παρουσία της, χρησιμοποιώντας τον αφορισμό του ποιητή και κριτικού Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου. «Γιατί ό,τι επιζεί είναι η εξουσία» δηλώνεται εξαρχής. Αυτή η διαρκής παρουσία που συνδέεται με κάτι που παραμένει με όρους επιβίωσης συνοδεύεται στην πορεία με τη διπλή εννοιολόγηση της εξουσίας ως δύναμη επιβολής αλλά και ως δυνατότητα ανατροπής. Σε έναν διλημματικό καμβά όπου οι διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις επιδρούν στις συστημικές θεραπευτικές δράσεις διαρκώς και πολλαπλώς, οι συγκατασκευές αφηγήσεων ορίζουν με ανοιχτούς τρόπους τις σύνθετες σχέσεις παραγωγής γνώσης /εξουσίας, χωρίς τελεολογικό πρόσημο.
«Γιατί ό,τι επιζεί είναι η εξουσία» γράφει ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος (1985/2018, σελ. 13), ωστόσο η ίδια η έννοια αβέβαιο είναι αν μπορεί να εξουσιαστεί, να περιοριστεί ανάμεσα στις γλώσσες και τις έννοιες. Στα ελληνικά, μεταφράζουμε ως “εξουσία” τον αγγλικό όρο power, ο οποίος όμως μπορεί να εννοιολογηθεί και ως “ισχύς” ή/και “δύναμη”. Μια αντίστοιχη διαφοροποίηση εμφανίζεται και στα ισπανικά, όπου δύο ισπανικές λέξεις μεταφράζονται στην αγγλική λέξη 'power' (δύναμη/εξουσία): poder και potencia. Θα μπορούσαμε να πούμε γενικά ότι η λέξη poder ορίζει την δύναμη ως “δύναμη επί” (με την έννοια που έχει, πχ, όταν αναφέρεται στο κράτος ή στην ηγεμονική δύναμη) και η λέξη potencia ορίζει την “δύναμη να”, το είδος δυνατότητας που εκφράζεται στην δήλωση “μπορώ”. Συνεχίζοντας αυτή τη γενίκευση, είναι δυνατό να πούμε ότι η λέξη poder αναφέρεται σε στατικές μορφές δύναμης, ενώ η potencia αναφέρεται σε δυναμικές μορφές ισχύος. Γειώνοντας αυτή τη διχοτομία στο πεδίο των κριτικών της ψυχοθεραπείας, μια μορφή θεραπευτικής εξουσίας είναι βέβαια η απόδοση μιας διάγνωσης, με την διάσταση του poder, αλλά potencia μπορεί να είναι και η δύναμη αλλαγής μιας εμμονικής συνήθειας. Από την άλλη, ένα παράδειγμα εξουσίας είναι μια παράδοξη ανάθεση επανάληψης ενός συμπτώματος, χαρακτηριστικό εργαλείο μιας στρατηγικής συστημικής θεραπευτικής, αλλά μια στάση αποκέντρωσης της εξουσίας είναι η αναστοχαστική συζήτηση περί καταλογισμού (accountability) και ρόλων της θεραπεύτριας.
Οι Σερίφη και Γεωργάκα (2014) επισημαίνουν ότι στη σχετική με την ψυχοθεραπεία βιβλιογραφία το θέμα της εξουσίας αρχίζει να εμφανίζεται σταδιακά μόλις τα τελευταία 30 περίπου χρόνια (Cecchin, 2008· Nye, 1998· Parker, 1999· Spinelli, 1994). Προτείνουν δυο αίτια για την αργοπορημένη αυτή συζήτηση, τόσο τη δυσκολία προσέγγισης του θέματος, όσο και την επικράτηση του θετικισμού στις κοινωνικές επιστήμες. Αντίστροφα, αναδεικνύουν ως αλλαγές που συνέβαλλαν στην ενίσχυση του ενδιαφέροντος για τη μελέτη της εξουσίας την ανάδυση της μεταμοντέρνας οπτικής, την ανάπτυξη της έννοιας της αναστοχαστικότητας, καθώς και την αυξανόμενη επικράτηση ποιοτικών μεθόδων έρευνας (βλ. σχετικά Αυδή, 2008. Brown, 2003. Γεωργάκα, 2008. Hook, 2003. Kidder & Fine, 2003).
Στην ιστορία της (συστημικής) ψυχοθεραπείας, το σχίσμα ανάμεσα στον Gregory Bateson και στον Jay Haley και τη Στρατηγική Θεραπεία του Mental Research Institute από το Palo Alto, είναι ακριβώς ένα ιστορικό παράδειγμα αυτής της εννοιολογικής έντασης εξουσίας-ισχύος (poder-potencia) ως προς τα όρια της ψυχοθεραπευτικής πρακτικής. Ο Haley, πρεσβευτής μιας πιο κατευθυντικής στρατηγικά προσέγγισης, που θεμελιωνόταν στις παράδοξες αναθέσεις και στη γνώση του θεραπευτή, ορίζει με ευρύτητα την εξουσία ως τη συνθήκη όπου ένα πρόσωπο έχει καθορίσει τον εαυτό του ως εκείνο που θα καθορίσει αυτό που θα συμβεί. Ορίζει τις τακτικές εξουσίας ως εκείνους τους ελιγμούς που χρησιμοποιεί για να αποκτήσει επιρροή και έλεγχο στον κοινωνικό του κόσμο, καθιστώντας τον περισσότερο προβλέψιμο. Με αυτή την οπτική, ένα πρόσωπο έχει εξουσία αν μπορεί να διατάξει κάποιο άλλο να συμπεριφερθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο, αλλά έχει επίσης εξουσία αν μπορεί να προκαλέσει κάποιο άλλο να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο (1989, σελ. 37).
Ο Haley επισημαίνει σχετικά: “Το ζήτημα της εξουσίας/δύναμης ήταν πάντα ένα πρόβλημα εντός του πρότζεκτ που δουλεύαμε. Εμένα μου φαινόταν ότι το πόση εξουσία/δύναμη ένα πρόσωπο θα επέτρεπε σε ένα άλλο να του ασκεί είναι κεντρικό θέμα στην ανθρώπινη ζωή. Ήταν επίσης ένα ιδιαίτερο θέμα στο ειδικό πεδίο των ερευνών μας – την ύπνωση, τη θεραπεία και τις διεργασίες εντός των οικογενειών, συγκεκριμένα των οικογενειών των τρελών. Υπήρχε ελάχιστη ή καθόλου έρευνα για την εξουσία και τον έλεγχο εκείνη τη χρονική στιγμή, και στην πραγματικότητα φαινόταν να υπάρχει μια αποφυγή του ζητήματος. Το ηθικό ζήτημα του αν κάποιος θα έπρεπε ή θα έπρεπε να μην παλεύει για εξουσία φαινόταν να εισάγεται στη μελέτη του φαινομένου” (αναφέρεται στο Heims, 1991, πηγή από Sluzki & Ransom, 1976, σελ. 78). Όμως,
“στον Bateson δεν άρεσε η εξουσία/δύναμη. Δεν του άρεσε καν η λέξη…. Θα έπαιρνε κάτι που είπα και θα το έκανε θέμα εξουσίας, ενώ καθόλου δεν το εννοούσα έτσι. Ήταν υπερευαίσθητος στο ζήτημα αυτό [Θα συγκρουόταν] με τον οποιονδήποτε που θα έλεγε: “θα αλλάξω αυτό το άτομο”. Αν έλεγαν: “θα προσφέρω στο άτομο μερικές ιδέες, και αν αλλάξει, αυτό είναι δικό του θέμα”, τότε ο Gregory δεν είχε πρόβλημα μαζί του… Κάθε επιρροή πέρα από το ατομικό του εύρος είναι επονείδιστη για εκείνον. Κάθε άμεσος χειρισμός ήταν επίσης εκτός κουβέντας” (αναφέρεται σε συνεντεύξεις του Haley, 1969).
Όπως αναφέρει ο Heims (1991), ο Bateson δηλώνει: “ο Haley ολισθαίνει επί πολύ πραγματικών επιστημολογικών διαφορών μεταξύ μας. Όπως εγώ το έβλεπα, πίστευε στην εγκυρότητα της μεταφοράς της ‘εξουσίας’ στις ανθρώπινες σχέσεις. Εγώ πίστευα τότε – και σήμερα το πιστεύω ακόμα πιο ισχυρά – ότι ο μύθος της εξουσίας πάντα διαφθείρει γιατί προτείνει πάντα μια ψευδή (αν και συμβατική) επιστημολογία” (πηγή από Sluzki & Ransom, 1976, σελ. 106).
Στα Βήματα για μια Οικολογία του Νου (2018), ο Bateson δικαιολογεί αυτή τη διαφωνία.
“Λένε πως η εξουσία διαφθείρει, αλλά αυτό υποπτεύομαι πως είναι ανοησία. Αυτό που είναι αλήθεια είναι πως η ιδέα της εξουσίας διαφθείρει. Η εξουσία διαφθείρει πιο γρήγορα εκείνους που πιστεύουν σε αυτήν, και εκείνοι είναι που θα την επιθυμούν περισσότερο. Προφανώς, το δημοκρατικό μας σύστημα τείνει να δίνει εξουσία σε εκείνους που διψούν γι’ αυτήν, και σε όσους δεν θέλουν την εξουσία προσφέρει κάθε ευκαιρία να την αποφύγουν. Όχι και πολύ ικανοποιητική κατάσταση, αν η εξουσία όντως διαφθείρει εκείνους που την πιστεύουν και την επιθυμούν. Ίσως να μην υπάρχει αυτό που λέμε μονόπλευρη εξουσία. Στο κάτω κάτω, ο άνθρωπος που «βρίσκεται στην εξουσία» εξαρτάται από τη διαρκή λήψη πληροφοριών από έξω. Όσο γίνεται η «αιτία» για κάποια πράγματα, άλλο τόσο ανταποκρίνεται στις πληροφορίες αυτές. Δεν είναι δυνατόν ο Γκέμπελς να ελέγξει την κοινή γνώμη στη Γερμανία, διότι προκειμένου να το πετύχει πρέπει να διαθέτει κατασκόπους ή τσιράκια ή δημοσκοπήσεις που να του λένε τι σκέφτονται οι Γερμανοί. Μετά, πρέπει να προσαρμόσει τα δικά του λόγια σε αυτές τις πληροφορίες, και μετά και πάλι να μάθει τι σκέφτεται ο λαός. Δεν πρόκειται για μια γραμμική κατάσταση, αλλά για μια αλληλεπίδραση. Όμως, ο μύθος της εξουσίας είναι, φυσικά, ένας πολύ ισχυρός μύθος και πιθανότατα οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο τον πιστεύουν λίγο πολύ. Είναι ένας μύθος που, αν όλοι τον πιστεύουν, ως ένα βαθμό αυτο-επικυρώνεται. Όμως, και πάλι αποτελεί επιστημολογική τρέλα και οδηγεί αναπόφευκτα σε διαφόρων ειδών καταστροφές” (σελ. 492-493).
Για τον Foucault, η εξουσία κυκλοφορεί και λειτουργεί όπως μια αλυσίδα, διαπερνά τα άτομα και τα σώματα και συγκροτεί τα άτομα σε υποκείμενα (1980, σελ. 95-99).
Η εξουσία «δεν είναι καθεαυτή μια βία που θα ήξερε ενίοτε να κρυφτεί, ή μια συναίνεση που θα ανανεωνόταν σιωπηρά. Είναι ένα σύνολο δράσεων πάνω σε δυνατές δράσεις» (Foucault, 1991, σελ. 87-94).
Αντίθετα, ισχυρίζεται ο Foucault, «εκείνο που ορίζει μια σχέση εξουσίας είναι ότι αποτελεί έναν τρόπο δράσης που δεν επενεργεί άμεσα και απευθείας στους άλλους, αλλά ενεργεί στην ίδια τους τη δράση: μια δράση πάνω στη δράση, πάνω σε ενδεχόμενες ή πραγματικές δράσεις μελλοντικές ή παρούσες». Πρόκειται για ένα πλέγμα πράξεων που αφορά τις πράξεις άλλων, η άσκηση της εξουσίας συνίσταται στην καθοδήγηση των δυνατοτήτων συμπεριφοράς και στη δόμηση του πεδίου των πράξεων που μπορούν να κάνουν οι άλλοι, όπως παρατίθεται από τον Χρήστο Λυριντζή (1995, σελ.6). Οι Σερίφη και Γεωργάκα (2014) εστιάζουν στην ψυχοθεραπεία, ως παραδειγματική του φουκωϊκού “συμπλέγματος εξουσίας/γνώσης”, όπου η εξουσία διαθέτει άρρηκτη σχέση με μια ειδική γνώση, μέσω της οποίας η άσκηση εξουσίας συστηματοποιείται, αποκτά κατεύθυνση, σκεπτικό και υποκείμενα πάνω στα οποία δρα. Με μια φουκωϊκή οπτική, δεν είναι οι κατευθυντικές αναθέσεις ή η συμβουλευτική, αλλά ο ίδιος μύθος της ωφέλειας της ψυχοθεραπείας που αποτελεί κατάφαση της θεραπευτικης εξουσίας, που απολαμβάνουμε οι θεραπευτές πλέον. Εδώ αντιστοιχεί η εννοιολόγηση της ισχύος που καταθέτει η Αλεξάνδρα Βασιλείου (2020, σελ 141), για να αναφερθεί στη “δύναμη που έχει ένας άνθρωπος σε ένα συγκεκριμένο σύστημα ή σε ένα κοινωνικό ή διαπροσωπικό πλαίσιο. Η ισχύς δημιουργεί και φέρει προνόμια, δηλαδή οφέλη και πλεονεκτήματα που απορρέουν από αυτή την ισχύ”. Τονίζει ότι “το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ισχύ. Όλοι, όλες και όλα έχουμε ισχύ και η ισχύς δεν είναι a priori κάτι αρνητικό” (ο.π. σελ. 144).
Ο αναστοχασμός και η έγνοια για τις θεραπευτικές τοποθετήσεις έναντι του (ψευδούς) διπόλου της εξουσίας (εξουσία μη-εξουσία) διατρέχουν τη θεωρητική συζήτηση της οικογενειακής/συστημικής θεραπείας. Από τη φεμινιστική οπτική, η Goldner (1993, σελ. 157) γράφει ότι: “η εξουσία είναι πρόβλημα για την οικογενειακή θεραπεία επειδή η εξουσία είναι ένα πρόβλημα”. Ο Larner (1995) παρέχει μια αρκετά πλήρη, αλλά χρονολογημένη σύνοψη, τονίζοντας ότι η εξουσία είναι ένα παράδειγμα οριοθέτησης τεχνητών διχοτομήσεων όπως ανάμεσα στο γνωρίζειν/μη-γνωρίζειν, στην παρεμβατικότητα ή μη-παρεμβατικότητα κα. Επισημαίνει ότι είναι τόσο πραγματική και ενδημική στο πλαίσιο όπου ασκείται η οικογενειακή θεραπεία όσο και μια επιστημολογική ψευδαίσθηση, οπότε συνήθως οι θεραπευτές καταφεύγουν σε μια πραγματιστική ευέλικτη θέση “και/και”. Στην παλιότερη βιβλιογραφία, αντίστοιχα, η MacKinnon (1993) τοποθετεί το θεραπευτικό ρόλο σε μια θέση μεσιτείας ως προς την εξουσία (power broker), ενώ οι Flaskas & Humphreys (1993) τοποθετούνται στην πλευρά του Φουκώ αναγνωρίζοντας μια ανάγκη η οικογενειακή θεραπεία να αναπτύξει αναλύσεις για το ρόλο της εξουσίας.
Σε αυτόν το τόνο, η προσέγγιση της μη-βίαιης αντίστασης του Haim Omer (ενδ. 2018), εννοιολογεί ως “ήρεμη δύναμη” (new authority) τον ρόλο ισχύος που είναι μπορεί να είναι, ωφέλιμος για τους γονείς και τους ειδικούς, μια θέση άγκυρας. Από την άλλη, το μετα-πλαίσιο Power Threat Meaning Framework (Boyle, 2022, Johnstone και συν., 2018) βάζει την εξουσία πρώτη απ’ όλα και όλα τα υπόλοιπα μέρη της αφήγησης απορρέουν από αυτή. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η Εξουσία βρίσκεται παντού στις ζωές μας, μερικές φορές με προφανείς τρόπους και μερικές φορές με λιγότερο προφανείς τρόπους. Ούτε η διάγνωση ούτε οι περισσότερες θεραπείες δίνουν αρκετή έμφαση στην εξουσία, όπως ορίζεται στο PTMF. Αντ’ αυτού, βλέπουμε πολύ συχνά το πρόβλημα ως ατομικό (η ψυχική τους νόσος ή διαταραχή προσωπικότητας, οι αρνητικές γνώσεις ή η έλλειψη ανθεκτικότητας, κλπ). Η εξουσία λοιπόν, στις διάφορες μορφές της, επιδρά στις ζωές μας, δημιουργώντας απειλές (threats), επιδράσεις και τραύματα, στα οποία καλούνται τα άτομα και οι ειδικοί ψυ να αποδώσουν νόημα μέσα από τις αφηγήσεις που θα συν-κατασκευάσουν.
Βιβλιογραφία:
Αυδή, Ε. (2008). Ανάλυση λόγου και ψυχοθεραπεία: Εξετάζοντας το ρόλο του θεραπευτή. Hellenic Journal of Psychology, 5(1), 58-77.
Βασιλείου, Α-Α. (2020). Οι δυναμικές ισχύος στη σχέση επαγγελματία ψυχικής υγείας - ωφελούμενου ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμου. στο Ν. Παπαθανασίου * Ε.-Ο. Χρηστίδη (επιμ), Συμπερίληψη και Ανθεκτικότητα. Βασικές Αρχές Ψυχοκοινωνικής στήριξης σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλου (σελ. 141-152). Αθήνα: Guternberg.
Bateson, G. (2018). Βήματα για μια Οικολογία του Νου. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Boyle, M. (2022). Power in the power threat meaning framework. Journal of Constructivist Psychology, 35(1), 27-40.
Brown, L. S. (2003). Η δεοντολογία στην ψυχολογία: Ποιος ωφελείται; Στο D.Fox & I. Prilleltensky (Eds), Κριτική ψυχολογία (σσ. 118-147). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Γεωργάκα, Ε. (2008). Αναδεικνύοντας το ρόλο των κοινωνικοπολιτισμικών συστημάτων λόγου στον ψυχικό πόνο: Η συμβολή της ποιοτικής έρευνας της ψυχοθεραπείας. Hellenic Journal of Psychology, 5(1), 79-98.
Cecchin, G. (2008). Prejudiced about prejudice: An interview with G. Cecchin. New Therapist. http://www.newtherapist.com/cecchin.html (πρόσβαση18/2/2008).
Flaskas, C., & Humphreys, C. (1993). Theorizing About Power: Intersecting the Ideas of Foucault with the ‘Problem’ of Power in Family Therapy. Family Process, 32(1), 35–47. https://doi.org/10.1111/j.1545-5300.1993.00035.x
Foucault, Μ. (1991). Η Μικροφυσική της Εξουσίας. Αθήνα: Ύψιλον, σελ. 87-94.
Foucault, Μ. (1980). Power/Knowledge. London, UK: Harvester Press.
Goldner, V. (1993) Power and hierarchy: let’s talk abοut it! Family Process, 32: 157-162.
Haley, J. (1989). Power tactics of Jesus Christ. W. W. Norton & Company.
Heims, S.J. (1991). The Cybernetics Group. Massachusets: MIT Press.
Hook, D. (2003b). Psychotherapy and “ethical sensibility”: Towards a history of criticism. International Journal of Psychotherapy, 8(3), 195-212.
Johnstone, L., Boyle, M., Cromby, J., Dillon, J., Harper, D., Kinderman, P., ... & Read, J. (2018). The power threat meaning framework: overview. Leicester: British Psychological Society.
Kidder, L. H., & Fine, M. (2003). Η ποιοτική έρευνα στην ψυχολογία: Μια ριζοσπαστική παράδοση. Στο D. Fox & I. Prilleltensky (Eds), Κριτική ψυχολογία (σελ. 85-117). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Larner, G. (1995). The real as illusion: Deconstructing power in family therapy. Journal of Family Therapy, 17(2), 191–217. https://doi.org/10.1111/j.1467-6427.1995.tb00013.x
Λυκιαρδόπουλος, Γ. (1985/2018). Η έσχατη στράτευση. Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν.
Λυριντζής, Χ. (1995). Περί εξουσίας: ο Φουκώ και η ανάλυση μιας επίμαχης έννοιας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 86(86), 3-20. doi:https://doi.org/10.12681/grsr.665
MacKinnon, L. (1993). Systems in Settings: The Therapist as Power Broker*. Australian and New Zealand Journal of Family Therapy, 14(3), 117–122. https://doi.org/10.1002/j.1467-8438.1993.tb00952.x
Nye, H. C. (1998). Power and authority in clinical practice: A discourse analysis approach to narrative process. Clinical Social Work Journal, 26(3), 271-279.
Omer, H. (2018). Ήρεμη Δύναμη: ένα νέο μοντέλο εξουσίας για την οικογένεια, το σχολείο, την κοινότητα (επιμ. Δ. Φιλοκώστας). Αθήνα: Γλάρος.
Parker, I. (1999). Deconstructing psychotherapy. London: Sage.
Σερίφη, Μ. & Γεωργάκα, Ε. (2014). Η Ασυμμετρία της Εξουσίας στη Θεραπευτική σχέση. Μια κριτική Ανασκόπηση. Στο Μ. Μαλικιώση-Λοϊζου & Α. Γιοβαζολιάς (επιμ.), Συμβουλευτική Ψυχολογία: Εφαρμογές-Προκλήσεις.
Spinelli, E. (1994). Demystifying therapy. London: Constable.
°Η εξουσία φθείρει αυτούς που δεν την έχουν" έλεγε ο Τζούλιο Ανδρεότι...εξαιρετικό το άρθρο σας