Η εποπτεία έχει οριστεί θεωρητικά από τους Morgan & Sprenkle (2007) ως μια δομημένη σχέση ανάμεσα σε κάποια επαγγελματία στον ρόλο της επόπτριας και σε μια άλλη στη θέση της εποπτευομένης, με τα εξής χαρακτηριστικά: α) όλα τα μέρη συμφωνούν αμοιβαία να εισέλθουν στη σχέση· β) με ορισμένη αμοιβή· γ) σε προαποφασισμένο χρόνο και διάρκεια. Οι δυο ορισμοί της έννοιας σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη είναι οι εξής: “1. επίσημη παρακολούθηση, έλεγχος με σκοπό τη διαπίστωση αν κάποιος ενεργεί ή αν κάτι είναι ή λειτουργεί όπως πρέπει· 2.παρακολούθηση και γνώση ενός αντικειμένου”. Η πρακτική της εποπτείας αποσκοπεί να βοηθήσει την εποπτευομένη να κατακτήσει τις αντιλήψεις, τις δεξιότητες και τη γνώση που χρειάζεται, προκειμένου να γίνει μια υπεύθυνη και αποτελεσματική θεραπεύτρια. Στη διεργασία της εποπτείας μπορούν να χρησιμοποιούνται πολλές και διαφορετικές μέθοδοι, όπως η ζωντανή συζήτηση σε δυάδα ή σε ομάδα, η παράθεση και συζήτηση υλικού από ηχογραφήσεις ή/και βιντεοσκοπήσεις των συνεδριών, η χρήση ομάδας αναστοχασμού κ.α.
Ορισμένες προσεγγίσεις για τη διεργασία της εποπτείας προάγουν τη σημασία της διδασκαλίας των κλινικών μοντέλων, ενώ άλλες εστιάζουν στην υποστήριξη της εξέλιξης των εποπτευομένων ή στην προαγωγή της χειραφέτησης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, προτείνει ο Peter Rober (2017) παραπέμποντας για την πρώτη άποψη στους Connell (1984) και Wetchler (1990), για τη δεύτερη στους Rigazio-DiGilio & Anderson (1994) και για την τρίτη στην Prouty (2001).
Η αναλογία με ένα «περίπλοκο διάδρομο με καθρέφτες” που πρότεινε η Anne Alonso (1985) είναι μια προσπάθεια εικονοποίησης των πολλαπλών και περίπλοκων διαστάσεων που αναφαίνονται, όταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα (στις θέσεις εποπτριών-εποπτευόμενων) επεξεργάζονται «στοχαστικά» το τι συμβαίνει στη (συν)εργασία με τις θεραπευομένες. Τα σημεία εστίασης αυτής της επεξεργασίας μπορεί να είναι διάφορα: οι εποπτευόμενες, οι πελάτες τους, η θεραπευτική σχέση, οι παρεμβάσεις που έγιναν, οι επόπτριες, η σχέση με τις επόπτριες, η οργάνωση όπου εργάζονται, οι συστημικές επιρροές σε όλα ή σε κάποια από τα εμπλεκόμενα μέρη, η εκπαίδευση των εποπτευομένων, η μελλοντική προσωπική και επαγγελματική εξέλιξη των εποπτευομένων. Και μέσα σε καθένα από αυτά, μπορεί να αναδυθούν περαιτέρω διαστάσεις σημαντικές για τη διεργασία της θεραπευτικής πρακτικής και την εποπτεία. .
Για την αποτελεσματικότητα της εποπτικής διεργασίας, είναι ουσιώδες να βρεθεί ένα ισοζύγιο ανάμεσα στους δύο φακούς της: από τη μια χρειάζεται μια εστίαση της συνομιλίας στην «περίπτωση» που τίθεται προς εποπτεία, όπου η επόπτρια αναμένεται να συνεισφέρει σκέψεις και συστάσεις προς δράση για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Από την άλλη, χρειάζεται μια εστίαση στην επαγγελματική εξέλιξη της εποπτευομένης, η οποία ενέχει τη συνδρομή στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων, ικανοτήτων και κλινικών διαισθήσεων (κατά τους Bertrando & Gilli, 2010).
Με μια άλλη ματιά, αυτή η εικόνα της εποπτείας ως “περίπλοκος διάδρομος με καθρέφτες” είναι κάπως στατική, παραβλέπει την άλλη πλευρά, της δράσης, την ανθρώπινη αυτενέργεια: πώς γίνεται αντιληπτή, πώς βιώνεται και κατανοείται η διαρρύθμιση του δωματίου με καθρέφτες. Πώς οι άνθρωποι που τον περιδιαβαίνουν ή/και κοιτάζονται στους καθρέφτες, διαμορφώνουν ένα νόημα της εμπειρίας τους, μια αντιληπτική εικόνα των αναπαραστάσεων που αντικρίζουν στους καθρέφτες. Πώς αντιλαμβάνονται δηλαδή τις αναπαραστάσεις και τους αντικατοπτρισμούς; Πώς αντιλαμβάνονται την εαυτή τους εντός του δωματίου; Πώς ενεργούν μέσα στο δωμάτιο; Σε αυτή την αντιστροφή της οπτικής, η οποία εστιάζει ψυχοκοινωνικά στην εποπτεία ως συλλογική δράση μέσα σε έναν «περίπλοκο διάδρομο με καθρέφτες», γίνεται κομβικός ο ρόλος μιας οδηγού, της επόπτριας για τους εποπτευόμενους, η οποία (καθ)οδηγεί, μετα-φέρει, εξηγεί, ερμηνεύει τους καθρεφτισμούς. Οπότε, τι γίνεται αν εννοιολογήσουμε την εποπτεία ως μια πρακτική «μετάφρασης»;
Ενδεικτικά, ένας λεξικολογικός ορισμός για τη μετάφραση είναι η «μεταφορά προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα» κατά το Λεξικό του Ιδρύματος Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Καίρια, λοιπόν, για την εννοιολόγηση της εποπτείας ως μετάφρασης είναι η έννοια της μεταφοράς, της μετάβασης από τον ένα (γλωσσικό) κώδικα στον άλλο, η οποία εμπεριέχεται στον λατινογενή αγγλοσαξονικό όρο translation. Το πρόθεμα μετα- δηλώνει, σύμφωνα με το ίδιο λεξικό, την «πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης του αντικειμένου», την «πράξη με σκοπό την αλλαγή της κατάστασης του αντικειμένου». Η σημαντική μαύρη φεμινίστρια Patricia Hill Collins αποδίδει μια διττή λειτουργία στις μεταφράστριες «μπορεί να χρησιμεύουν ως μεσάζοντες της εξουσίας είτε με τη μεριά των κυρίαρχων ομάδων, ή οπορτουνιστικά για την πάρτη τους - ως συνοριοφύλακες που αποφασίζουν ποιες ιδέες αξίζουν τη μετάφραση και στις δύο πλευρές της εξουσίας» (2017, σελ xiii). Ως εκ τούτου, η μετάφραση μπορεί να κατανοηθεί πάντα ως πράξη, πρακτική ή πρακτικές διαπολιτισμικής μεταφοράς εντός δομικών σχέσεων εξουσίας, η οποία λειτουργεί διαμέσου μορφών πολιτισμικής «διαπραγμάτευσης», αντί για αυστηρά γλωσσική πιστότητα, όπως σημειώνει η Pedwell (2014, σελ. 129). Αντίστοιχα, αυτή η προοπτική που προτείνουμε για την εποπτεία ως μετάφραση αναδεικνύει τις πρακτικές επιστημονικής μεταφοράς και διαπραγμάτευσης, εντός δεδομένων σχέσεων εξουσίας, που συμβαίνουν ανάμεσα στην πρόσληψη των καθρεφτισμών από τις θεραπεύτριες και στην ερμηνεία τους από την επόπτρια. Ας αγγίξουμε επιδερμικά αυτή την πολυπρισματικότητα, εστιάζοντας στον ρόλο της επόπτριας, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από μια δημοσίευση της Έλενας Καρκαζή (2017), συστημικής θεραπεύτριας και επόπτριας στη Θεσσαλονίκη, η οποία αναστοχάζεται την εποπτική συνεργασία της με ειδικούς που εργάζονται με ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες.
Κι εγώ, που συναντώ αυτούς τους επαγγελματίες ως επόπτρια και εκπαιδεύτρια, δεν κινδυνεύω να γίνω ο τελικός αποδέκτης των διαφαινόμενων αδιεξόδων; Πώς λοιπόν να υποστηρίξω από τη θέση μου και να βοηθήσω τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες να «σκεφτούν», όντας οι ίδιοι μέσα σε πλαίσια ακραίας οδύνης και ανασφάλειας; Πώς να μπορέσω να συμβάλλω στην επεξεργασία ηθικών διλημμάτων που μοιραία αναδύονται; Ως επόπτρια ή εκπαιδεύτρια δεν παρεμβαίνω άμεσα στους χώρους εργασίας και δεν μπορώ να «αγγίξω» όλους τους πρωταγωνιστές του συστήματος/των συστημάτων υποδοχής των εφήβων.
Σε αντίστιξη αυτής της προοπτικής, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι νεωτερικά πλαίσια κατανόησης που απηχούν παραδοσιακές ψυχολογικές θεωρίες και πρακτικές, αποδίδοντας προνομιούχο θέση στην αυθεντία της θεραπεύτριας/επόπτριας (κατά τους Bird, 2006· Carlson & Erikson, 2001) καθορίζουν σε κυρίαρχο βαθμό την παραπάνω βιβλιογραφία περί εποπτείας. Το νεωτερικό πλαίσιο εποπτείας αναγορεύει την επόπτρια σε αυθεντία ως προς την αντικειμενικότητα και το καθεστώς αλήθειας των προβλημάτων, ώστε να μειωθεί η αβεβαιότητα και η πολυπλοκότητα κατά την εποπτεία. Αυτή η θεώρηση, όπως και τα αντίστοιχα σχήματα εποπτείας χαρακτηρίζονται από μια «από-τα-πάνω» προσέγγιση, καθώς αποσκοπεί να μεταφέρει, να μεταφράσει την εμπειρία των δεξιοτήτων, γνώσεων και πρακτικών της επόπτριας στην εποπτευόμενη (Whiting, 2007), θέτει σε προνομιούχο θέση τη γνώση της αυθεντίας έναντι της εντόπιας γνώσης και των εμπειριών ζωής που φέρουν στην εποπτική αλληλεπίδραση οι εποπτευόμενες, συχνά μάλιστα αποσιωπώντας τις προοπτικές και τις προτιμήσεις τους για δράση (Redstone, 2009). Ο Crocket ονομάζει αυτή την άρρητη παραδοχή ότι οι «επόπτριες πάντα ξέρουν καλύτερα και οι εποπτευόμενες είναι αδαείς, άπειροι και αφελείς συμμετέχουσες» (2002, σελ. 20). Αυτό το σχήμα εποπτείας τοποθετεί σε μια μειονεκτική θέση τις εποπτευόμενες, ειδικά τις νέες στη θεραπευτική πρακτική, οδηγώντας τες να αμφισβητούν την επαγγελματική τους επάρκεια, να ανησυχούν αν θα θεωρηθούν «αποτυχία» στα μάτια των συναδελφισσών ή των εποπτριών τους, αναφέρουν οι Paré et al. (2007) παραθέτοντας από τον Merl (1995). «Η εποπτεία έχει πολύχρονη ιστορία πειθαρχικών πρακτικών που επιτρέπουν ή νομιμοποιούν τις πρακτικές παρατήρησης, μέτρησης ή εκτίμησης» (Marsten & Howard, 2006, σελ. 102). Ένα τέτοιο νεωτερικό πλαίσιο εννοιολόγησης της εποπτείας τελικά διαιωνίζει μια ευρωκεντρική, πατριαρχική και εστιασμένη στα ελλείμματα προοπτική, κατατείνουν οι Kahn & Monk (2017).
Ένα βασικό ερώτημα ανακύπτει ευρύτερα, λοιπόν: πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα (συζητησιακό) πλαίσιο εποπτείας, που να επιτρέψει την ανάδυση νέων κατασκευών, μακριά από το νεωτερικό πλαίσιο παραδοχής της αυθεντίας, έτσι ώστε να διευρυνθεί το πεδίο του δυνατού ακόμη κι αν το σημείο εκκίνησης είναι η σχέση με ένα μέρος του συστήματος, ένα πρόσωπο, τον επαγγελματία που αναζητά βοήθεια;
Ενδεικτικά θυμίζουμε εδώ την πρόταση των Kahn & Monk (2017) για την αφηγηματική εποπτεία ως πρακτική κοινωνικής δικαιοσύνης η οποία, πέρα από την θεώρηση της εποπτείας ως ανάληψη κοινωνικοπολιτικής θέσης απέναντι στην καταπίεση στις ζωές των ανθρώπων, εννοιολογεί τα προβλήματα όχι ως ατομικές, γενετικές ή οικογενειακές παθολογίες, αλλά αναζητά την κοινωνικοπολιτική προέλευσή τους, αμφισβητώντας τα πρότυπα και τα κυρίαρχα συστήματα λόγου που καθορίζουν το «κανονικό». Επιπλέον, επιδιώκει να προωθήσει την αυτενέργεια των εποπτευομένων απέναντι στις καταπιεστικές δομές, αξιοποιώντας τις γνώσεις που έχουν υποτιμηθεί και παραμεριστεί. Η πρακτική της Εποπτείας Αλληλεγγύης της Reynolds (2014, 2010) συγκροτήθηκε, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συγκεκριμένες προκλήσεις της εποπτείας θεραπευτριών που συνεργάζονται με πελάτες που υπόκεινται στην κοινωνική αδικία και την ακραία περιθωριοποίηση (όπως πχ οι πρόσφυγες). Η πρακτική αυτή προτίθεται να φέρει ένα πνεύμα αλληλεγγύης και κατανόησης των συλλογικών ηθικών αξιών που τάσσονται με την κοινωνική δικαιοσύνη στην δουλειά της εποπτείας. Δίνει έμφαση στη συλλογική βιωσιμότητα και τον μετασχηματισμό όλων των συμμετεχόντων (θεραπευτών και εποπτών)· επιδιώκει ειδικότερα να χτίσει πρακτικές αλληλεγγύης και προσανατολισμό στο δικαίως-πράττειν (justice-doing). Στο κέντρο της εποπτείας αλληλεγγύης είναι έξι θεματικές που συνδέονται με συλλογικές αξίες, που πληροφορούν μια εποπτική/θεραπευτική στάση προς το δικαίως-πράττειν. Αυτές οι θεματικές περιλαμβάνουν την επικέντρωση στην ηθική, τη δράση αλληλεγγύης, την απεύθυνση στις σχέσεις εξουσίας, την καλλιέργεια της συλλογικής βιωσιμότητας, την κριτική ενασχόληση με τη γλώσσα και την δόμηση μιας αίσθησης ασφάλειας.
Βιβλιογραφία:
Alonso, A. (1985). The Quiet Profession. New York: Macmillan.
Bertrando, P., & Gilli, G. (2010). Theories of change and the practice of systemic supervision. In C. Burck & G. Daniel (Eds.), Mirrors and reflections: Processes of systemic supervision (pp. 3–26). London: Karnac.
Bird, J. (2006). Constructing the narrative in supervision. Auckland, New Zealand: Edge Press.
Carlson, T. D., & Erikson, M. J. (2001). Honoring and privileging personal experience and knowledge: Ideas for a narrative therapy approach to the training and supervision of new therapists. Contemporary Family Therapy, 23, 199–220.
Collins, P.H. (2017). Preface. On translation and Intellectual Activism. Στο O. Castro, & E. Ergun (eds.)(2017), Feminist Translation Studies. Local and Transnational Perspectives. NY & London: Routledge
Connell, G. (1984). An approach to supervision of symbolic-experiential psychotherapy. Journal of Marital and Family Therapy, 10, 273–280.
Crocket, K. (2002). Introducing counselors to collaborative supervision. International Journal of Narrative Therapy & Community Work, 4, 19–24.
Kahn, S. Z., & Monk, G. (2017). Narrative Supervision as a Social Justice Practice. Journal of Systemic Therapies, 36(1), 7–25. https://doi.org/10.1521/jsyt.2017.36.1.7
Καρκαζή, Ε. (2017). «Συν-ζητώντας» τις αναδυόμενες συγκινήσεις σε πλαίσια υποδοχής εφήβων προσφύγων. Μετάλογος, 32, 1–11. Διαθέσιμο στο: https://www.metalogos-systemic-therapy-journal.eu/gr/issue/article/32-12
Marsten, D., & Howard, G. (2006). Shared influence: A narrative approach to teaching narrative therapy. Journal of Systemic Therapies, 25(4), 97–110.
Merl, H. (1995). Reflecting supervision. Journal of Systemic Therapies, 14(2), 47–55.
Morgan, M. M., & Sprenkle, D. H. (2007). Towards a common-factors approach to supervision. Journal of Marital and Family Therapy, 33, 1–17.
Paré, D., Audet, C., Bailey, J., Caputo, A., Hatch, K., & Wong-Wylie, G. (2007). Courageous Practice : Tales from Reflexive Supervision. Canadian Journal of Counselling and Psychotherapy / Revue Canadienne de Counseling et de Psychothérapie, 38(2), 118–130
Pedwell, C. (2014). Affective relations: the transnational politics of empathy. Basingstoke: Palgrave Macmillan.
Prouty, A. (2001). Experiencing feminist family therapy supervision. Journal of Feminist Family Therapy, 12, 171–203.
Redstone, A. (2009). Narrative practice and supervision: The re-population of identity. Context, October, 21–24.
Reynolds, V. (2014). Centering ethics in group supervision: Fostering cultures of critique & structuring safety. International Journal of Narrative Therapy and Community Work, 01, 1–13.
Reynolds, V. (2010). A Supervision of Solidarity Une supervision de solidarité. Canadian Journal of Counselling, 44(3), 246–257. Ανακτήθηκε από: http://therapeuticconversations.com/wp-content/uploads/2012/05/Reynolds-2010-Supervision-of-Solidarity-CJC.pdf
Rigazio-DiGilio, S. A., & Anderson, S. (1994). A cognitive-developmental model for marital and family therapy supervision. The Clinical Supervisor, 11, 93–118
Rober, P. (2017). Addressing the Person of the Therapist in Supervision: The Therapist’s Inner Conversation Method. Family Process, 56(2), 487–500. https://doi.org/10.1111/famp.12220
Wetchler, J. L. (1990). Solution-focused supervision. Family Therapy, 17, 129–138
Whiting, J. B. (2007). Authors, artists, and social constructionism: A case study of narrative supervision. American Journal of Family Therapy, 35, 139–150.