Σχόλιο επιμελητών: Στο κείμενό του ο επιμελητής Γιώργος Κεσίσογλου θίγει τις σημασιολογικές και θεραπευτικές ακολουθίες της πλαισίωσης και της αναπλαισίωσης, καθώς και τη σημασία της τελευταίας στις θεραπευτικές συστημικές πρακτικές. Η πλαισίωση και η αναπλαισίωση συνδέονται με επικοινωνιακές νοηματοδοτήσεις που αλλάζουν διαρκώς και γίνονται αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με τον Γιώργο Κεσίσογλου, η αναπλαισίωση είναι αυτή που διευρύνει με νέους όρους το «ψυχολογικό κάδρο», οδηγώντας τους θεραπευόμενους και τις θεραπευόμενες σε νέες ερμηνευτικές οπτικές που κάνουν εφικτή τη δυνατότητα αλλαγών. Χρησιμοποιώντας την έννοια της κριτικής διεστιακότητας και της περίθλασης ο συγγραφέας επισημαίνει τις θεραπευτικές αλλαγές που προκύπτουν μέσα από το άνοιγμα του διαλογικού πεδίου η οποία μπορεί να περιλάβει διαφορετικές εκδοχές ενός συμβάντος οι οποίες μπορούν να «συνομιλήσουν» μεταξύ τους, προκαλώντας υλικούς μετασχηματισμούς και τροποποιήσεις στις ζωές των ανθρώπων.
Θα επεξεργαστούμε αυτή την έννοια της θεραπευτικής πρακτικής επιστρέφοντάς την στην αρχική της προέλευση, στην έννοια του (ψυχολογικού) κάδρου, δηλαδή του πλαισίου που (περι)ορίζει μια ζωγραφική εικόνα, όπως το θεωρητικοποιεί ο Bateson (2018). Στη θεραπευτική πρακτική, οι Simon, Stierlin & Wynne (1985) την ορίζουν ως μια θεραπευτική στρατηγική που επιφέρει μια αλλαγή στην εσωτερικευμένη εικόνα του κόσμου ενός πελάτη ή μιας οικογένειας” (σελ. 286). Αυτή η εικόνα, σαν μοντέλο, κατευθύνει τη συμπεριφορά, το αίσθημα και τη σκέψη, σαν τους κανόνες ενός παιχνιδιού που επιτρέπουν τη συλλογή πληροφοριών και τη δημιουργία μοτίβων νοήματος από τα γεγονότα.
Ως παράδειγμα του κάδρου, η περίοδος του κορωνοϊού (2020-2023) αποδείχτηκε μια τρομερή οικονομική ευκαιρία τόσο για τις φαρμακοβιομηχανίες, όσο και για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, καθώς η εργασία και η ζωή έγιναν τήλε-, μέσω εφαρμογών τηλε-διασκέψεων. Έτσι, το κάδρο της κάμερας του Η/Υ μας, έγινε ένα κάδρο παρουσίασης του εαυτού, αλλά και εικόνα του χώρου εργασίας. Κάποτε παρακολουθούσα ένα σεμινάριο όπου ο ομιλητής συμμετείχε από το γραφείο του σπιτιού του, που ήταν και στην είσοδο του διαμερίσματος, με θέα στην πόρτα και σε έναν καναπέ. Ενώ μιλούσε, σε σταθερό κάδρο, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο έφηβος γιος, κρεμάει το μπουφάν του με την ησυχία του, κάθεται στον καναπέ, βγάζει τα παπούτσια, χαιρετάει τον πατέρα, σηκώνεται και βγαίνει από άλλη πόρτα. Ο ομιλητής, αν και ξαφνιάστηκε, δεν θεώρησε την απροσδόκητη ανατάραξη του κάδρου της εργασίας του, της οποίας ήμασταν θεατές, άξια λόγου. Σύμφωνα με τον Bateson (2017, σελ. 211-212:
“το πρώτο βήμα στον καθορισμό ενός ψυχολογικού κάδρου μπορεί να είναι το να πούμε ότι είναι (ή οριοθετεί) μια τάξη ή ένα σύνολο μηνυμάτων (ή νοηματοδοτημένων πράξεων). Τα ψυχολογικά κάδρα είναι τόσο αποκλειστικά, όσο και συμπεριληπτικά, δηλαδή “το κάδρο γύρω από έναν πίνακα, αν το θεωρήσουμε ως ένα μήνυμα που έχει σκοπό να ταξινομήσει ή να οργανώσει την αντίληψη του θεατή, λέει: «Πρόσεξε αυτό που είναι μέσα, και μην προσέχεις ό,τι είναι απέξω» (ο.π.).
Κάθε κάδρο είναι μετα-επικοινωνιακό, δηλαδή οι πληροφορίες, τα σχέδια που τοποθετούνται εντός του κάδρου μοιράζονται “προϋποθέσεις”, δηλαδή καθορίζονται ως μέλη μιας τάξης, μιας συνάφειας. Αντίστροφα, μας δίνει το κάδρο και οδηγίες για το πως να κατανοήσουμε αυτά τα μηνύματα, αλλά και για το πως να τα διακρίνουμε από τις πληροφορίες που είναι εκτός του κάδρου. Στην αναλογία της τηλε-θεραπείας λοιπόν, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η οπτική του κάδρου των ανθρώπων, αυτού του πλαισίου που κατασκευάζει η κάμερα του Η/Υ τους, πως αυτό αλλάζει, πως/πόσο σκηνοθετείται για να είναι αποδεκτό, ποιες πληροφορίες δίνει για το κάδρο της ζωής τους. O Bateson (2017, σελ 216) επισημαίνει λοιπόν ως προς την αναπλαισίωση:
“Η εξάρτηση της ψυχοθεραπείας από το χειρισμό των κάδρων προκύπτει από το γεγονός ότι η θεραπεία είναι μια προσπάθεια αλλαγής των μετα- επικοινωνιακών έξεων του ασθενή. Πριν από τη θεραπεία, ο ασθενής σκέφτεται και λειτουργεί με βάση ένα ορισμένο σύνολο κανόνων, ως προς τη δημιουργία και την κατανόηση μηνυμάτων. Έπειτα από επιτυχημένη θεραπεία, λειτουργεί με βάση ένα διαφορετικό σύνολο τέτοιων κανόνων. (Οι κανόνες τέτοιου τύπου είναι γενικοί, μη λεκτικοί, και ασυνείδητοι τόσο πριν, όσο και μετά τη θεραπεία.) Συνάγεται ότι, κατά τη διαδικασία της θεραπείας, πρέπει να υπήρξε επικοινωνία σε κάποιο μετα-επίπεδο ως προς αυτούς τους κανόνες. Πρέπει να υπήρξε επικοινωνία σχετικά με μια αλλαγή στους κανόνες”.
Πρόσφατα, είχα μια συζήτηση περί τήρησης κανόνων επαγγελματικής συνεργασίας, όπου δέχτηκα την απάντηση: “εννοείται αυτό”. Με αφορμή και την έννοια της αναπλαισίωσης, αναλογίστηκα ότι η αναπλαισίωση ως θεραπευτική πρακτική, αναπροσαρμόζει το ‘κάδρο’, ίσως το διευρύνει, καθιστώντας ορατό, συνειδητό, ρητό αυτό που “εννοείται”, αυτό που έχει παραληφθεί από τον δημιουργό της εικόνας.
Παράλληλα, ο O’Hanlon (1984) oριζει την αναπλαισίωση μια θεραπευτική τεχνική όπου συνδέεται ένα νέο νόημα με γεγονότα τα οποία είχαν άλλα νοήματα προηγουμένως. Οι von Schlippe & Schweitzer (2008, σελ. 201) την ορίζουν ως μια τεχνική κατά την οποία σε ένα συμβάν αποδίδεται διαφορετικό νόημα καθώς το θέτουμε σε διαφορετικό πλαίσιο (frame-κάδρο), ένα πλαίσιο το οποίο αλλάζει τη σημασία του συμβάντος. “Αυτό σημαίνει ότι ο σύμβουλος ρωτάει για κάθε δήλωση ή συμπεριφορά του πελάτη πως αυτή παρουσιάζεται από συστημικής απόψεως: Σε ποιο πιθανό πλαίσιο θα ήταν χρήσιμο το πρόβλημα, θα αποτελούσε ίσως μάλιστα την καλύτερη λύση;” (ο.π. σελ 203). Σύμφωνα με τους Watzlawick, Weakland and Fisch (1974, σελ. 95):
“να αναπλαισιώνεις σημαίνει να αλλάζεις την εννοιολογική ή/και συναισθηματική σύνθεση ή να την θέτεις σε ένα άλλο πλαίσιο το οποίο ταιριάζει στα “γεγονότα” της ίδιας συγκεκριμένης κατάστασης εξίσου καλά ή και καλύτερα, επομένως να αλλάζει όλο της το νόημα”.
Ένα αντι-παράδειγμα αναπλαισίωσης, όπου κατακρίνει ο σκιτσογράφος Αντώνης Βαβαγιάννης μια τοξικά θετική θέση, αναδεικνύεται στα καρέ από το κόμικς Κουραφέλκυθρα, πιο κάτω.
Επιδιώκοντας το ταρακούνημα της αναπλαισίωσης, θα αξιοποιήσουμε αναλογίες της οπτικής, για να κατατείνουμε ότι οι τρόποι που κοιτάζουμε ένα κάδρο, μπορούν να είναι κομβικοί, στο επανακαδράρισμά του, εστιάζοντας στην παραγωγή διαφορών, τη θεώρηση του βάθους αλλά και την επανορθωτική ανάγνωση των πληροφοριών αυτών. Οι αναλογίες της οπτικής είναι αναλυτικά ωφέλιμες, ήδη από τον Bateson, στην εννοιολόγηση της διπλής περιγραφής (double description). Στη μέθοδο αυτή, δυο ή περισσότερες πηγές πληροφοριών παρατίθενται μαζί για να παρέχουν πληροφορίες διαφορετικού είδους από την κάθε πηγή χωριστά (1979, σελ. 21), πληροφορίες διαφορών. Ένα από τα παραδείγματα που δίνει ο Bateson αφορά την όραση. Η πράξη σύγκρισης στην περίπτωση της διόφθαλμης όρασης επιτρέπει στη διαφορά μεταξύ των εισερχόμενων πληροφοριών των δύο αμφιβληστροειδών μας να κάνει τη διαφορά στην οπτική μας εμπειρία. «Από αυτό το νέο είδος πληροφοριών, ο θεατής προσθέτει μια επιπλέον διάσταση της όρασης» (Bateson, 1979, σελ. 70), τη διάσταση της απόστασης ή/και βάθους. Η διπλή περιγραφή, ως μέθοδος, αφορά μια διαδικασία ταξινόμησης του κόσμου και χρήσης αυτής της ταξινόμησης για να μάθουμε κάτι τόσο για την αιτιολόγηση της ταξινόμησης όσο και για τη δημιουργία της. Κατά κάποιο τρόπο, η διπλή περιγραφή κοιτάζει πέρα από τις επιφανειακές ομοιότητες και διαφορές για να θεωρήσει τις υποκείμενες διαδικασίες που αναφαίνονται από το σύστημα» (Hui κ.α., 2008). Στη θέαση λοιπόν ενός κάδρου, η έννοια της κριτικής διεστιακότητας (critical bifocality), των Lois Weiss & Michelle Fine (2012), είναι καίρια, σαν να φοράμε διεστιακούς φακούς για να δούμε την εικόνα ενός κάδρου, τόσο για να βλέπουμε τις λεπτομέρειες μέσα, αλλά και έξω από το κάδρο. Η έννοια αυτή - αρχικά για την (εκπαιδευτική) έρευνα - ορίζεται από τις συγγραφείς ως ένας τρόπος σκέψης για την επιστημολογία, το σχεδιασμό και την πολιτική της εκπαιδευτικής έρευνας, ως “μια θεωρία μεθόδου στην οποία οι ερευνητές προσπαθούν να καταστήσουν ορατούς τους στενούς δεσμούς ή τα κυκλώματα μέσω των οποίων θεσπίζονται δομικές συνθήκες σε θεσμούς πολιτικής και μεταρρυθμίσεων καθώς και τους τρόπους με τους οποίους τέτοιες συνθήκες υφαίνονται στις σχέσεις της κοινότητας και μεταβολίζονται από τα άτομα”. Η κριτική διεστιακότητα μας επιτρέπει να εστιάζουμε επάλληλα στο πως το μακροκοινωνικό, τοποθετημένο εκτός του κάδρου, καθορίζει την επιλογή των χρωμάτων και των υφών, εντός του κάδρου, και πως αυτά αποτυπώνονται από τους ‘δημιουργούς’.
Ένας φακός σε αυτή τη διεστιακότητα θα μπορούσε να είναι και η έννοια της περίθλασης, η οποία προέρχεται από την κλασική φυσική και τις ιδιότητες των κυμάτων. Είναι ένα φυσικό φαινόμενο που προκύπτει όταν ένα πλήθος κυμάτων συναντά ένα εμπόδιο στην πορεία τους ή/και όταν αυτά τα ίδια τα κύματα επικαλύπτονται. Στην πραγματικότητα, τα κύματα ήδη επικαλύπτονται και επεκτείνονται το ένα μέσα στο άλλο, έτσι «μπορούμε να κατανοήσουμε τα μοτίβα περίθλασης – ως μοτίβα διαφοράς που κάνουν τη διαφορά – ως τα θεμελιώδη συστατικά που συνθέτουν τον κόσμο» (Barad, 2007, σελ. 72). Η περίθλαση – το να βλέπουμε και να σκεφτόμαστε διαθλαστικά– έχει να κάνει με το να κάνουμε «μια διαφορά στον κόσμο» δίνοντας προσοχή στα «μοτίβα παρεμβολής στις ταινίες εγγραφής της ζωής και του σώματός μας» (Haraway, 1997, σελ. 16), μας δίνει την ευκαιρία να συντονιστούμε περισσότερο με το πώς δημιουργούνται οι διαφορές στον κόσμο και τι ιδιαίτερες επιπτώσεις έχουν στα υποκείμενα και στο σώμα τους (ό.π., σελ. 273). Η περιθλαστική ενασχόληση με κάδρα σημαίνει ότι διαβάζονται διαλογικά «το ένα μέσω του άλλου» (Barad, 2007, σελ. 30) για να προκαλέσουν τη δημιουργικότητα και απροσδόκητα αποτελέσματα. Και όλα αυτά αναγνωρίζοντας και σεβόμενοι τις συμφραζόμενες και θεωρητικές διαφορές μεταξύ των εν λόγω αναγνώσεων. Επομένως, το να βλέπεις και να σκέφτεσαι διαθλαστικά συνεπάγεται μια υπεύθυνη, κριτική και υπεύθυνη δέσμευση με τον κόσμο.
Θα ολοκληρώσουμε την περίληψη των οπτικών αναλογιών, με την έννοια της «επανορθωτικής ανάγνωσης» της Eve Kosofsky-Sedgwick (1997, 2003), για την αναπλαισίωση του κάδρου. Ως θεωρητικός, πρότεινε να αποδεχτούν οι κριτικοί αναλυτές ότι θεωρούν ένα πιο αμφίσημο και περίπλοκο αντικείμενο μελέτης - ένα κάδρο - ταυτόχρονα καλό και κακό, αναλαμβάνοντας αυτό που ονόμασε μια «επανορθωτική στάση» ανάγνωσης, αντί να αναλαμβάνουν μια στάση «τρομερής επιφυλακής» (Kosofsky-Sedgwick, 1996, σελ. 278), κριτικής που αναζητά τις αντιφάσεις, τις ατέλειες, τις ελλείψεις. Η Robyn Wiegman προτείνει την πρακτική της συμπονετικής επαναπεριγραφής, κατά την οποία «οι αναλύτριες [θεραπεύτριες] αναζητούν νέα περιβάλλοντα αισθάνεσθαι για τα αντικείμενα μελέτης, παραμερίζοντας τις κριτικές εξαρτήσεις όπως η διόρθωση, η απόρριψη και ο θυμός, ενεργοποιώντας τις επανορθωτικές πρακτικές της στοργής, της ευγνωμοσύνης, της αλληλεγγύης και της αγάπης. Με αυτούς τους συν-αισθηματικούς όρους, η πράξη κριτικής μετασχηματίζεται προκειμένου να καταξιώνει και να υποστηρίζει τις ανάγκες των αντικειμένων της» (2014, σελ. 7).
Βιβλιογραφία
Bateson, G. (2017). Βήματα για μια Οικολογία του Νου. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Bateson G (1979) Mind and Nature: A Necessary Unity. New York: E. P. Dutton.
Hui, J., Cashman, T., & Deacon, T. (2008). Bateson’s Method: Double Description. What is It? How Does It Work? What Do We Learn? Στο J. Hoffmeyer (Επιμ.), A Legacy for Living Systems (τ. 2, σσ. 77–92). Springer Netherlands. https://doi.org/10.1007/978-1-4020-6706-8_6
O'Hanlon, B. (1984). Framing interventions in therapy: Deframing and reframing. Journal of Strategic & Systemic Therapies, 3(2), 1–4. https://doi.org/10.1521/jsst.1984.3.2.1
Simon, F.B., Stierlin, H., Wynne, L.C. (1985). The Language of Family Therapy. A systemic Vocabulary and Sourcebook. New York: Family Process Press.
Watzlawick, P.; Weakland, J.; and Fisch, R. (1974). Change: Principles of Problem Formation and Problem Resolution. New York: Norton.
Geerts, Evelien & Tuin, Iris. (2021). Diffraction & Reading Diffractively. 10.1344/jnmr.v2i1.33380.
Weis, L., & Fine, M. (2012). Critical bifocality and circuits of privilege: Expanding critical ethnographic theory and design. Harvard educational review, 82(2), 173-201.
Barad, Karen. 2007. Meeting the Universe Halfway: Quantum Physics and the Entanglement of Matter and Meaning. Durham, NC and London: Duke University Press.
Butler, Judith. 1993. Bodies that Matter: On the Discursive Limits of “Sex.” New York and London: Routledge.
Haraway, Donna. 2004/1992. “The Promises of Monsters: A Regenerative Politics for Inappropriate/d Others.” In The Haraway Reader, 63-124. New York and London: Routledge.
Haraway, Donna. 1997. Modest_Witness@Second_Millenium. FemaleMan©_Meets_OncoMouse™: Feminism and Technoscience. New York: Routledge.
Minh-ha, Trinh T. 1997/1988. “Not You/Like You: Postcolonial Women and the Interlocking Questions of Identity and Difference.” In Dangerous Liaisons: Gender, Nation, and Postcolonial Perspectives, 415-149. Edited by Anne McClintock, Aamir Mufti, and Ella Shohat. Minneapolis, MN: University of Minnesota Press.
Minh-ha, Trinh T. 1996. “An Acoustic Journey.” In Rethinking Borders, 1-17. Edited by John C. Welchman. Minneapolis, MN: University of Minnesota Press.